GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Big Bang...

Γράφει η Κατερίνα Κεχαγιά Βρισκόμουν σε δύσκολη θέση . Τέρμα πάνω αριστερά, απομονωμένος από όλους τους άλλους που έτσι και αλλιώς αφορμ...

Γράφει η Κατερίνα Κεχαγιά
Βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Τέρμα πάνω αριστερά, απομονωμένος από όλους τους άλλους που έτσι και αλλιώς αφορμή έψαχναν να με κρατήσουν στην απέξω.
Ακόμα και στα πρώτα ζόρικα στάδια, τα σκοτάδια, τις λακκούβες, τη σκόνη, τη φασαρία μέχρι να μας μεταφέρουν σε ένα σταθερό μέρος ακόμα και τότε, μόνος του ο Τάκης. Ούτε άχνα δεν έβγαλα σε ολόκληρο το ταξίδι.
Άκουγα τα γέλια τους και ήθελα να πηδήξω στις γραμμές του τρένου. Ξέραμε όλοι οτι κάποια στιγμή θα χωριζόμασταν, οι υπόλοιποι όμως έκαναν όνειρα και σχέδια για το που θα καταλήξουν. Έκαναν πλάκα, γελούσαν δυνατά, φανταζόντουσαν χίλια δυο για τη ζωή τους. Ιστορίες τρέλας και ανταρσίας, πάθους και έρωτα. Ξεχνούσαν όμως πως οι περισσότεροι από εμάς, τίποτα από αυτά δεν κάνουμε. Συνήθως η κατάληξη μας, είναι...
από πολύ νωρίς προδιαγραμμένη.
Γρήγοροι βηματισμοί μας ξύπνησαν απότομα. Φτάσαμε.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και επιτέλους είδαμε λίγο ήλιο. Ήρθε ένας τύπος με στολή και άρχισε να μας σέρνει όλους μαζί στο πάτωμα. Τριβόμουν στο τσιμέντο και πονούσα, ήξερα όμως πως τελειώνει όπου να ‘ναι και αυτή η ανυπομονησία και η χαρά όταν τόσο μεγάλη ώστε ξεχνούσα όλα τα υπόλοιπα.
Μας αμόλησαν όπως όπως σε μια αποθήκη και λίγο μετά, κάποιος άναψε το φως…
Ήταν καλοκαίρι του ‘’89. Το Ελληνικό καλοκαίρι στις δόξες του. Πριν ακόμα η δυσωδία του τουρισμού δεν αφήσει ούτε ένα μέτρο καθάριο. Είμαστε στη Σαντορίνη και σε ένα ταβερνάκι στο κέντρο της Περίσσας. Μια παρέα από νεαρά παιδιά απολαμβάνουν τις πρώτες τους διακοπές χωρίς το άγρυπνο μάτι των γονέων. Κορίτσια, αγόρια 18 χρονών! Και για μένα τη τιμή! Να βρίσκομαι στην παρέα τους. Και μάλιστα σε θέση περίοπτη. Παίζουν μαζί μου, γελάνε, με βάζουν στο κέντρο τους και με στριφογυρίζουν.
Η Μαρία απέναντι μου τρέμει από αμηχανία και λαχτάρα. Θέλει να φιλήσει τον Αντρέα. Εκείνος δήθεν αδιάφορος, φτιάχνει τσιγάρο. Κάθεται σχεδόν δίπλα της. Πως θα το πετύχω τώρα αυτό; Πρέπει να κάνω ακροβατικά για να δείξει η μία άκρη μου εκείνον και η άλλη εκείνη. Πρέπει κάποιος από την απέναντι μεριά, να ασκήσει έντονη πλάγια δύναμη στο πώμα μου. Έτσι θα αυξηθεί και η ροπή μου και εκτός από μπόλικες περιστροφές θα μετακινηθώ κιόλας. Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα η Μαρία να φιλήσει τον Αντρέα! Άντε Βασίλη έλα, τι περιμένεις;; Στρίψε με!!
«Σε ευχαριστούμε. Μαρία και Αντρέας, Αύγουστος του ‘89»
 Με σφράγισαν, με πέταξαν στη θάλασσα και με άφησαν να κόβω βόλτες στο Αιγαίο.
Αυτή ήταν μια εξαίσια εμπειρία, γιατί έτσι γνώρισα πολλά νησιά! Πέρασα από παντού.
Λέρο, Πάτμο, Αστυπάλαια, Τήλο, Κάλυμνο, Σύμη, Ρόδο..όπου φυσάει ο άνεμος πάω.
Κρήτη, Νοέμβρης 1996.  Ο Στέφανος έχει μόλις χωρίσει και βγαίνει από το σπίτι αναστατωμένος. Η Άννα του ξεκαθάρισε πως αρκετά παριστάνει το ζωγράφο. Πρέπει να βρει δουλειά. Τον προειδοποιούσε καιρό, χαμένος εκείνος ανάμεσα σε καμβάδες και λάδια, δεν άκουγε τα σήματά της. Προσπαθεί να βάλει μπρος το παπάκι, εκείνο όμως δεν ξεκινάει. Αναθεματίζει και το κλωτσάει. Σκύβει στο δρόμο και κλαίει. Κλαίει για την Άννα, για τους πίνακες του, για το παπάκι.
Περπατάει μηχανικά και αρχίζει να ψιλοβρέχει κιόλας. «Αυτό μας έλειπε τώρα, ούτε σε άρλεκιν να πρωταγωνιστούσα» σκέφτεται. Μπαίνει για τα καλά στο ρόλο του ήρωα και ηδονίζεται με το σκηνικό που φτιάχνει το μυαλό του. Τι θα έκανε τώρα ο πρωταγωνιστής; Μα τι άλλο; Μια βόλτα στην παραλία.
Κάθεται στα βότσαλα, και αρχίζει να κάνει πεταλάκια στη θάλασσα. Ανάβει τσιγάρο, ως καλλιτέχνης είναι και οικολόγος. Δε θέλει να πετάξει τις γόπες κάτω. Ρίχνει ματιές στο χώρο και ψάχνει κάτι για να χρησιμοποιήσει σαν τασάκι.
Εγω κάθομαι αμέριμνος στο κύμα. Έχω μόλις επιστρέψει από ένα τριήμερο στην Κάρπαθο και προσπαθώ να μαζέψω δυνάμεις. Σκέφτομαι να πάω Αφρική μετά και είναι μεγάλο το ταξίδι.
Με πλησιάζει και με σηκώνει. Πάει να με ανοίξει για να πετάξει στο εσωτερικό μου, το σβησμένο του τσιγάρο. Κοντοστέκεται όμως. Βρίσκει το γράμμα που είχαν γράψει η Μαρία και ο Αντρέας. Είναι ο πρώτος παραλήπτης και ο ..μοναδικός.
Το διαβάζει. «Δε μου γαμιέστε και εσείς και οι έρωτες σας;; ». Το σκίζει και το πετάει. Ρίχνει μέσα μου τις γόπες και με αφήνει εκεί.
Μάιος του 1997.  Η παραλία διεκδικεί γαλάζια σημαία. Έχουν μαζευτεί μερικοί ενσυνείδητοι από τα διπλανά χωριά και ξεκινούν να την καθαρίζουν. Οικογένειες με τα παιδιά τους, γέροι γριές που δεν έχουν τι να κάνουν, μαθητές που την κοπάνησαν.
Εγώ έχω πάθει αφυδάτωση τόσο καιρό κάτω από τον ήλιο!
Με πλησιάζουν κάτι κωλόπαιδα και αρχίζουν να παίζουν ποδόσφαιρο μαζί μου!! «Εεεεε,τι κάνετε εκεί! Θα σπάσει το μπουκάλι και θα κοπείτε!» Ακούγεται μια φωνή.
«Άσε μας ρε γιαγιά, που θα κοπούμε κιόλας. Τι τα φοράμε τα παπούτσια;» απαντά μια άλλη. «Βρε κούσατε τι σας είπα; Άντε στο κάλο. Άντε στις μαμάδες σας!».
Σηκώνει τη μαγκούρα της και κάνει πως θα τους χτυπήσει. Με σηκώνει και πάει να με πετάξει στα ..σκουπίδια.
Στο σημείο που η παραλία ενώνεται με το δρόμο, δίπλα από τους κάδους, έχουν φυτρώσει παπαρούνες. Η γιαγιά σκύβει με δυσκολία και κόβει καμιά δεκαριά, δεν έχει που να τις βάλει ..και κάπως έτσι τη γλιτώνω. Τουλάχιστον προσωρινά, σκέφτομαι.
Φτάνουμε στο σπίτι. Με ακουμπάει λίγο άγαρμπα στο τραπέζι και βάζει νερό να βράσει. Το σαλόνι της μυρίζει ξύλο, παλιό ξύλο και οι τοίχοι γύρω γύρω γεμάτοι ασπρόμαυρες φωτογραφίες και κεντήματα. Λίγο μετά την ακούω να μιλάει μόνη της. «Και τους τα ‘πα, φέρτε το εδώ καλέ το παιδί να το κρατήσω εγώ λίγες μέρες. Τι θέλετε και το κουβαλάτε τώρα στην πόλη; Σαββατοκύριακο έρχεται. Άντε να μου το φέρνατε να το χαρώ!».
Κόρνα. Και λίγο μετά μια τσιρίδα … «Γιαγιάαα!! Έκπληξη!!!».
Ένα κοριτσάκι κοντά στα 8 τρέχει προς την αγκαλιά της Παναγιώτας, τρέχει με τέτοια ορμή που σχεδόν τη ρίχνει κάτω. «Αγγελούδι μου, ομορφιά μου, Αγγελική μου! Έλα να δεις τι ωραία που θα περάσουμε οι δυο μας.. Κοίτα τι σου μάζεψα εγώ;; Παπαρούνες.»
Η μικρή δείχνει να σνομπάρει τις παπαρούνες, όχι όμως και μένα που με επεξεργάζεται για ώρα. «Άστο αυτό παιδί μου κάτω, μην το σπάσεις. Δώσ’το στη γιαγιά να το πετάξει!». Ανεβάζω παλμούς πάλι. «Όχι γιαγιά! Θέλω να το ζωγραφίσω!». «Έλα Αγγελικούλα μου τώρα, που θα ζωγραφίσεις το μπουκάλι. Είναι πράσινο, δεν το βλέπεις; Πως θα το ζωγραφίσεις;». «Θα το ντύσουμε με χαρτόνι και μετά θα το ζωγραφίσουμε με κερομπογιές από πάνω. Μας το μάθανε στο σχολείο στη χειροτεχνία!. Έλα πάμε τώρα στην πλατεία να πάρουμε χαρτιά και μπογιές. Ε, γιαγιά; Θα φτιάξουμε ένα πολύ όμορφο βάζο και θα στο κάνω δώρο!» «Άντε κόρη μου. Φέρε από μέσα το πορτοφόλι να φύγουμε».
Ιούλιος 2007. Προαύλιο 3ου Λυκείου Λασιθίου.
Μια παρέα 18χρονων χοροπηδάει και ακούγονται ταυτόχρονα όλες οι πόλεις της Ελλάδας. Αθήνα. Πάτρα. Ξάνθη. Γιάννενα. Θεσσαλονίκη. Ρόδος. Αγρίνιο.
Η παρέα σε λίγο καιρό θα χωριστεί. Σήμερα γιορτάζουν!
Η Αγγελική πέρασε στην Αθήνα. Διακοσμητική! Το ήξερε, το περίμενε, για αυτό και έχει ήδη κανονίσει να ανέβει στην πρωτεύουσα με τη μαμά της να ψάξουν για σπίτι σε λίγες μέρες.  Πάει στο σπίτι της Παναγιώτας. Εκείνη την περιμένει με μια γαλάζια ρόμπα στην κουνιστή καρέκλα και βλέπει Αυτιά.
«Γιαγιά, τα κατάφερα! Πέρασα στην Αθήνα!».
«Μπράβο κόρη μου! Άνοιξε τώρα το συρτάρι να πάρεις και το δωράκι σου. 1000 ευρώ για σένα, στα μάζευα για όταν ερχόταν η ώρα να φύγεις. Πάρε και ότι άλλο θες. Και θα σου στέλνω και ελιές και πορτοκάλια με τον ξάδελφο τον Γιώργη όταν θα έρχεται. Και γραβιέρα».
Εγώ στέκομαι στο παράθυρο και τις χαζέυω. Χαίρομαι για τη μικρή, λυπάμαι όμως κιόλας, θα μου λείψει. Έρχεται κοντά μου, με πιάνει και λέει στην Παναγιώτα «Γιαγιά, αυτό θα το πάρω μαζί μου. Ήταν το πρώτο πράγμα που έφτιαξα μόνη.»
«Να το πάρεις κόρη μου, να το πάρεις.»
Αμπελόκηποι, Αθήνα. Ιανουάριος 2008.
Η Αγγελική τώρα τελευταία περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Γυρνάει αργά, ξυπνάει αργά. Είναι και αυτός ο Μίλτος που δε λέει να ξεκουνηθεί να πάει λίγο στο δικό του. Μες στα πόδια μας τον έχουμε. Γιος γιατρού λέει και αιώνιος φοιτητής Ιατρικής και αυτός. Της καλάρεσε της Σοφίας, της μάμας της Αγγελικής, όταν μας είχε επισκεφτεί πριν 2 βδομάδες. «Καλός γαμπρός» έλεγε και ξανάλεγε! «Από τζάκι! Και ας μην είναι Κρητικός ..δεν πειράζει». Η μικρή τρελή και παλαβή. Απορώ ειλικρινά τι του βρίσκει… Φέρνει τους φίλους του στο σπίτι, τρώνε πίτσες, πίνουν μπάφους, πατάνε με τα παπούτσια στο χαλί και όταν φεύγουν αφήνουν το σπίτι χάλι!
Πριν λίγες μέρες είχαν σηκωθεί από νωρίς, πράγμα σπάνιο. Ντύθηκαν στα μαύρα και με κάτι μπλούζες ίδιες με ένα σχέδιο περίεργο. Δυο κλαδιά σε κύκλο και στο κέντρο κάτι σα λαβύρινθος. Γύρισαν και οι δύο χτυπημένοι και με ρούχα σκισμένα. Η Αγγελική έκλαιγε, του φώναζε ότι δε θα ξαναπάει. Μόνος του από εδώ και πέρα. Τον παρακαλούσε να κόψει συναναστροφές. Εκείνος όμως ανένδοτος.
Αθήνα. Μάιος 2008.
Αντιρατσιστικό φεστιβάλ. Σήμερα στο σπίτι είχαμε από νωρίς απαρτία.
Ο Μίλτος και 4 φίλοι του, φοράνε τις στολές, καλύπτουν το μισό πρόσωπο και συντονίζονται. Η Αγγελική στον καναπέ, βλέπει Αυτιά. Δεν του μιλάει, δεν τον κοιτάζει καν.
Με πλησιάζει. Πετάει ένα κίτρινο τριαντάφυλλο που μου φόρεσαν προχτές και με βάζει κάτω από τη μασχάλη. Η μικρή του φωνάζει «Εεε, τι κάνεις εκεί ρε; Να πας να βρεις δικά σου. Άστο κάτω αυτό!». «Άσε μας ρε μωρό, δεν έχουμε λεφτά τώρα να αγοράζουμε και μπουκάλια. Βιαζόμαστε, helloooo!!!». «Άστο κάτω ρε μαλάκα! Άστο που σου λέω. Δε σε αντέχω άλλο! Σε βαρέθηκα. Άστο και μην ξανάρθεις από εδώ.» «Καλά μωράκι, δες λίγο τηλεορασούλα τώρα και τα λέμε το βράδυ.».
Κοπανάει την πόρτα. Η Αγγελική κλαίει στον καναπέ.
Πλατεία Εξαρχείων.
Μπήκαμε σε ένα βαν, χωρίς πινακίδες. Ο Μίλτος, οι υπόλοιποι, εγώ και στο βάθος
δυο-τρια μακρινά μου ξαδέλφια. Είχαμε να βρεθούμε από το ‘’89, στην αποθήκη. Και μόνο που τους ξαναείδα, κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά. Δε θα ‘χαμε καλή κατάληξη.
Μας βάλανε όλους σε σειρά και άρχισαν να μας γεμίζουν με βενζίνη, λάδι σαλάτας, λάδι λάμπας και κερί. Μας κάλυψαν από πάνω με κουρέλια και μας έβαλαν στη φωτιά..
Μετά από 2 λεπτά κάποιος από τα φιλαράκια άνοιξε την πίσω πόρτα του βαν και επιτέλους είδαμε λίγο φως.

1 σχόλιο

  1. ΔΑΕΙΟΛΗΠΤΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ-ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ

    ΝΑ ΠΟΙΑ ΔΘΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΕΚΒΙΑΖΟΥΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΟΥΝ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ ΠΑΡΑΝΟΜΑ

    ΣΙΟΥΦΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΧΙΕΚΒΙΑΣΤΗΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟΑ ΜΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 6 0Σ ΟΡΟΦΟΣ

    ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ 6 Ο ΟΡΟΦΟ

    ΟΙ ΣΟΛΩΝΟΣ 66 6ΟΣ

    ΟΠΩΣ ΨΥΧΑΣ
    ΨΥΧΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕΓΑΛΟΕΚΒΙΑΣΤΗΣ ΣΟΛΩΝΟΣ 66 6ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ Psb

    ΜΑΖΙ ΤΥΣ ΟΙ ΝΟΝΟΙ ΤΩΝ ΕΚΒΙΑΣΜΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΦΙΟΖΟ ΚΑΙ ΤΗΝ "ΚΟΠΕΛΑ" ΑΠΟ ΑΜΕΡΙΚΑ ΠΟΥ ΕΚΒΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΡΩΗΝ ΜΕΣΗΤΡΙΑ ΟΙΚΟΔΩΜΩΝ


    ΚΑΘΕ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ 50 ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΑΠΟ 7000 ΕΩΣ 2000 ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΟΝ ΕΚΒΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΟΝΟ 700


    ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΚΑΛΙΘΕΑ

    ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΩΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση