GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ...

Κείμενο – φωτογραφία:  Γιώργος Χρηστινίδης ,  gchristi@phyed.duth.gr Μόλις είχε φάει το αγαπημένο του φαγητό, μελιτζάνες παπουτσ...

Κείμενο – φωτογραφία: 
Γιώργος Χρηστινίδης

Μόλις είχε φάει το αγαπημένο του φαγητό, μελιτζάνες παπουτσάκι με κιμά. Ωραίο, αλλά βαρύ. Βαρύ που έγινε ασήκωτο όταν αμέσως μετά έφαγε αχόρταγα δυο, τρεις, τέσσερεις φέτες καρπούζι με τυρί. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από το τραπέζι, αλλά δεν μπορούσε και να κάτσει κι άλλο. Δυσφορούσε. Για πολλοστή φορά μετάνιωνε που έφαγε τόσο πολύ και ταυτόχρονα μετάνιωνε για την ανειλικρίνεια της σκέψης του, ξέροντας ότι θα το επαναλάβει και το βράδυ.
Σηκώθηκε με κόπο. Ο ήλιος είχε γυρίσει και τον χτυπούσε κατακούτελα. Άρχισε να σέρνει τα βήματά του στο πλακόστρωτο. Έστριψε στο πρώτο σοκάκι, έκανε μία στάση για να πάρει ανάσα και τότε… την είδε. Ήταν ξαπλωμένη στο περβάζι μιας βεράντας. Απολάμβανε το μεσημεριανό ήλιο τελείως γυμνή. Ήταν πανέμορφη. Τα ‘χασε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Με κλεφτές ματιές είδε ότι ευτυχώς δεν υπήρχε άλλος στο σοκάκι. Έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάζει. Εκείνη αγνόησε την παρουσία του επιδεικτικά, τεντώθηκε μαχμουρλίδικα, όλο νάζι και ηδυπάθεια. Παρατήρησε τις καμπύλες της και κάτι αναρίγησε μέσα του. Είδε με λαιμαργία το σταρένιο χρώμα του δέρματός της που έδενε όμορφα με το μπλε μωβ του νησιώτικου σπιτιού. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να φύγει αδύνατον, να την πλησιάσει δύσκολο. Φοβόταν μην την τρομάξει και τη χάσει. Η καλλονή συνέχιζε να τεντώνεται και να τεντώνεται τονίζοντας ακόμη πιο πολύ τα κάλλη της. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα…
Από τη γωνία ακούστηκαν βήματα και γέλια παιδικά. Τώρα όλα θα χαλούσαν, σκέφτηκε. Τα παιδιά εμφανίστηκαν να κυνηγάει το ένα το άλλο ταράζοντας την πηχτή ησυχία του μεσημεριού. Πλησίαζαν τη θεά και οι παλμοί του ανέβηκαν, κοιτούσε μια την κοπέλα και μια τα παιδιά. Τα παιδιά πέρασαν μπροστά της και δεν της έριξαν ούτε μια ματιά… μα τι στο καλό; Εκείνη συνέχιζε να τεντώνεται σα να μην συμβαίνει τίποτα. Μα… είναι δυνατόν; Ξεθάρρεψε και πλησίασε. Δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω της κι εκείνη δεν κουνιόταν καθόλου, αλλά… πώς να κουνηθεί; Κουνιούνται τα ξύλα; Δεν κουνιούνται ακόμη κι αν είναι θαλάσσης.
Άρον άρον με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει τάχυνε το βήμα του αποφασισμένος πια πως το βράδυ δεν έπρεπε να φάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση