GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Ο φάκελος με τα χρώματα της αμαρτίας

Γράφει η Άννα Κουρουπού Δυσάρεστη ατμόσφαιρα με περίμενε όταν γυρίσαμε πίσω, μετά από τέσσερις ώρες, περίπου. Βλοσυρός ο γιατρός πήγε ...

Γράφει η Άννα Κουρουπού

Δυσάρεστη ατμόσφαιρα με περίμενε όταν γυρίσαμε πίσω, μετά από τέσσερις ώρες, περίπου.
Βλοσυρός ο γιατρός πήγε να μου κάνει επίπληξη για την απουσία μας, αφού προφανώς είχε καταλάβει τι είχε συμβεί με τους Γερμανούς.
"Τα παράπονά σου στον Άγγελο, αυτός με έφερε εδώ", του έκοψα τη φόρα και πήγα κατευθείαν κάτω. Αλαφιασμένη και μπερδεμένη. Μου ήταν ξένο όλο αυτό. Εγώ ήξερα να διαχειρίζομαι το σώμα μου, όταν το δάνειζα αλλού, με τους δικούς μου όρους. Έβαζα τα δικά μου στεγανά και οριοθετούσα τις επιθυμίες. Εδώ είχαν ξεφύγει όλα. Ήταν κάτι  άγνωστο, σκιαχτικό, ωμό και γοητευτικό συνάμα.
Πριν μπω στο μπάνιο κατέβηκε η Μόιρα να μου ζητήσει συγνώμη για τη συμπεριφορά του homosapiens.
-Μην του δίνεις σημασία. Σκυλιάζει που δεν μπορεί να γαμήσει.
Με συμπάθεια με κοίταξε και με άφησε μόνη.
Έκανα ένα μπάνιο με ό,τι πιο αρωματικό μπουκάλι υπήρχε εκεί μέσα και με μια ρόμπα στο χρώμα παραγινωμένου ροδάκινου κούρνιασα στο ανάκλιντρο να χαλαρώσω... και να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου και τις ορμόνες μου. Άνοιξα το μικρό σακ-βουαγιάζ για να πάρω την κρέμα σώματος και ένα εσώρουχο. Πάνω-πάνω ένας λευκός φάκελος με το όνομά μου γραμμένο με άτσαλα, καλλιγραφικά γράμματα.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι τον άφησε ο ξινός για τις υπηρεσίες μου, δείχνοντάς μου με αυτό τον τρόπο ότι η δουλειά μου τελείωσε. Είχε μέσα ένα χοντρό μάτσο από διάφορα χρώματα του ευρώ και ένα σημείωμα με πολύ λίγες λέξεις. Ξερές και στυγνές, όπως το χρήμα: «Αυτά μας τα έδωσε ο χοντρός εκεί που ήμασταν. Είναι όλα δικά σου, εγώ δεν θέλω μία».
Έμεινα αποσβολωμένη, δεν ξέρω πόση ώρα, κοιτάζοντας μια τα χρήματα, μια το σημείωμα του Άγγελου. Τι προσπαθούσε να μου πει το κωλόπαιδο; Ότι είναι υπεράνω χρημάτων; Δεν ήταν και λίγα. Τύλιξα ένα παρεό γύρω μου και έψαξα να τον βρω.
Ήταν στο μπροστινό σαλόνι όλοι μαζί και έπιναν κάτι πολύχρωμα κοκτέιλ. Μιλούσε με τον άλλο άντρα της παρέας και η γυναίκα ξεφύλλιζε ένα περιοδικό, πιο βαρεμένη δεν γίνεται.
"Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο;", του είπα όσο πιο μελιστάλαχτα μπορούσα.
"Δεν γίνεται να περιμένει λίγο;", μου απάντησε. Κι είχε μια γλύκα το βλέμμα του! Κάθισα μαζί τους σε αναμμένα κάρβουνα. Μ' έκαιγε η ερώτηση. Γιατί μου τα έδωσε όλα; Αυτός κινούσε τα νήματα. Μαριονέτα ήμουν, στην τελική. Οκ, είχα πολύ χαλαρά τα σχοινιά μου να κινούμαι ελεύθερα, αλλά τα κορδόνια υπήρχαν. Ζητούσε με τον τρόπο του να κρεμαστώ από πάνω του; Να μου γίνει αναγκαίος, έστω κι έτσι; Μα, δεν ήξερε πως ήδη είχε μπει στη ζωή μου για τα καλά; Μήπως η παρουσία μου εκεί τον έκανε καλύτερο επαγγελματία; Γιατί, μεταξύ μας, δεν του κακόπεφτα. Μια χαρά περνούσε μαζί μου, έστω και κάτω από εργασιακές συνθήκες. Το είχα ζήσει άπειρες φορές στη δουλειά μου όταν με πλήρωνε κάποιο όμορφο αγόρι ή άντρας.
Λες και σεληνιάστηκε ξαφνικά, λίγο πριν χαθεί ο ήλιος και πάει τη βόλτα του στο άλλο ημισφαίριο, αρπάζει τον γιατρό απ' το κεφάλι, έφυγε το μέλι από το πρόσωπό του κι τον έστησε στα τέσσερα.
"Ωχ, Παναγία μου", σκέφτηκα, "άντε πάλι". Ήδη αποφάσισα, εκείνη τη στιγμή, πως ήταν το τελευταίο μου βράδυ εκεί.
Η Μόιρα σίγουρα αναζητούσε καινούρια συνολάκια στο περιοδικό και τίποτα δεν της απέσπασε την προσοχή. Ατάραχη σαν την καμήλα στην έρημο. Ό έρμος ο άλλος, που μόνο έρμος δεν ήταν, στήθηκε σαν φοράδα για σέλωμα με το βλέμμα στο πέλαγο, απλανές, άδειο. Πιο άδειο κι απ' τα κενά στρείδια στο τραπέζι. Δεν μπορούσα να το συνηθίσω αυτό το βλέμμα και δεν το προσπάθησα άλλο, πλέον. Περίμενα τη συνέχεια χωρίς, στην ουσία, να θέλω να τη δω. Την πουτάνα ήθελα να δω στο πρόσωπο αυτού που γούσταρα μπας και ξενερώσω και ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα μαζί του. Με το συναίσθημά μου, βασικά.
Του έδεσε πισθάγκωνα τους καρπούς με κάτι χειροπέδες φτιαγμένες από ύφασμα, λεπτές, φινετσάτες. Τις ζήλεψα - για αξεσουάρ, φυσικά. Του πίεσε τη μέση να σπάσει κι άλλο, του έχωσε κάτι μπινελίκια και τον παράτησε στο έλεός του.
Ήρθε προς εμένα, λιοντάρι έτοιμο σε διασταύρωση με αγέρωχο άλογο. Δυο δρασκελιές. Μου χάιδεψε τόσο τρυφερά τα μαλλιά, που ανατρίχιασα. Τι διακυμάνσεις συναισθημάτων, σε κλάσματα δευτερολέπτου! Του έπιασα τα μάγουλα με όλη μου την τρυφερότητα και τον φιλούσα παθιασμένα, για πολύ ώρα. Δεν ήταν έρωτας. Ή ήταν μπερδεμένο κουβάρι αισθήσεων; Θέλει τον χρόνο του να ξετυλιχτεί. Η γνωστή μάχη του συναισθήματος με τον αιώνιο εχθρό, τη λογική. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα νικήσει και εκεί είναι όλη η μαγεία. Προσπαθούσε να βρει τα μάτια μου, να με διαβάσει, μα τα είχα κλειστά απ' τη λαχτάρα που είχα μέσα μου. Ένιωσα μέσα στην παραζάλη μου κάτι να χαϊδεύει τους ώμους μου, κάτι απαλό, όχι χέρι. Μαλλιά. Δεν έδωσα σημασία. Δεν με ενδιέφερε τι κινιόταν δίπλα μου. Αρκεί που είχα εκείνο το μούδιασμα σε όλο μου το δέρμα. Μυρωδιά γυναικεία τρύπησε τα ρουθούνια μου, χείλη απαλά σαν ξένος κατακτητής χώθηκαν ανάμεσα στα δικά μας. Οχι να μας χωρίσουν, να ενωθούν. Τραβήχτηκα ενστικτωδώς. Δεν έχω βρεθεί ποτέ με γυναίκα στο κρεβάτι, εκτός απ' το να κοιμηθώ μαζί της. Μα αυτό το συνονθύλευμα τεστοστερόνης, οιστρογόνων επίκτητων ή μη μυρωδιών, αγγιγμάτων, ήταν κάτι διαφορετικό. Με τραβούσε ο άλλος να συνεχίσω. Τον κοιτούσα με απορία και μέσα σε αυτά τα βλέμματα ξέφυγε η ματιά στον χάνο απέναντι να αυνανίζεται. Το κλικ της ιστορίας μου. Αυτό μου τα γάμησε όλα. Εκείνο το κακόμοιρο ανθρωπάκι που ξεπουλούσε τα πάντα, την ιδια του τη γυναίκα, απλά για να καυλώσει.
-Αι στο διάολο όλοι σας και τα λεφτά σας μαζί. Δεν με σάπισε ολόκληρη Συγγρού. Εσείς θα το καταφέρετε; Είστε γελασμένοι.
Δέσαμε, αργά το βράδυ, στο ίδιο μέρος που ξεκινήσαμε πριν από λίγες μέρες.
Ενα ξερό "αντίο" κι ένα απαλό χάδι στο μάγουλο της Μόιρα.
Μου έπιασε το χέρι ως το αυτοκίνητο πολύ σφιχτά, ο καθένας στις σκέψεις του.
«Θα τον ξαναδώ; Πρέπει να τον ξαναδώ; Αυτή η διττή του υπόσταση με συγκλονίζει. Μα, με πουτάνα; Πώς να το αντέξω αυτό; ("Όπως άντεξαν όλοι αυτοί που είχες στη ζωή σου τόσα χρόνια, Αννούλα", μου φώναξε το διαολάκι μέσα μου). Πόσο ειρωνικό, ε;».
«Θα της αρέσει, άραγε, το σπίτι που νοίκιασα γι' αυτή; Είναι κοντά στο δικό της, μην της λείψει η σιγουριά της. Έχει και μεγάλη βεράντα με λουλούδια. Και κρεβάτι με ουρανό, που τόσο της αρέσει. Τελικά, δεν είναι σκληρό καρύδι, αλλά γουστάρω που το παίζει έτσι. Την ψύχα του καρυδιού αγάπησα. Μα, με πουτάνα; Πώς θα το αντέξω;».

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση