GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Γιατί μας αφορά το δημογραφικό

Tου Γ. Καλπαδάκη H επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, προϊόν του αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων, των γερασμ...


H επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, προϊόν του αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων, των γερασμένων πληθυσμιακών δομών και της αθρόας μεταναστευτικής εκροής των πιο παραγωγικών ηλικιών, θα τίθεται ολοένα επιτακτικότερα καθώς θα υποχωρεί η ανθρωπιστική διάσταση της κρίσης και θα αναδεικνύονται ευκρινέστερα οι παγιωμένες φθοροποιές επιπτώσεις της τιμωρητικής λιτότητας στην κοινωνία. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ποιες δυνάμεις θα το θέσουν και σε ποιο πολιτικό-αξιακό πρόγραμμα θα διεκδικήσουν να ενσωματώσουν την επίλυσή του. Εάν παραδοθεί βορά στις ορέξεις του εσμού αντιδραστικών και νεοφιλελεύθερων δυνάμεων οι οποίες μέχρι στιγμής το μονοπωλούν ανεμπόδιστα, τότε θα έχει χαθεί μια σημαντική ευκαιρία να αναδειχτεί το δημογραφικό γι’ αυτό που είναι: το κάτοπτρο μέσα από το οποίο διακρίνονται ορατότερα οι αντιφάσεις των δυνάμεων αυτών.
Ο μονομερής διάλογος
Από την πλευρά της, η αριστερά έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα πρόταξης πολιτικών με κεντρικά ζητούμενα πώς η χώρα θα ορθοποδήσει, πώς θα απελευθερωθεί από τα δεσμά των δανειακών συμβάσεων και του νομοθετικού πλέγματος που απορρέει από τα μνημόνια, αλλά και πώς τα κακώς κείμενα στην οικονομία, το πολιτικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση θα πρέπει να διορθωθούν. Στο βωμό των εύλογων αυτών στόχων, ωστόσο, τείνει να θεωρεί δεδομένη και αυταπόδεικτη την απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα του γιατί θα πρέπει να γίνουν όλα τα παραπάνω. Η απάντησή της εδώ, όποτε εκφράζεται, δίνεται συνήθως έμμεσα και αποσπασματικά: για να μην παραβιάζονται τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα του πληθυσμού ή προκειμένου να καταπολεμηθούν οι ταξικές ανισότητες και να διασφαλισθεί ηκοινωνική δικαιοσύνη. Απέναντι στις μετωπικές εκκλήσεις ανθρωπιστικού-δικαιωματικού και οικονομιστικού-αναδιανεμητικού χαρακτήρα οι συντηρητικές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, αντίθετα, υπεισέρχονται με μεγαλύτερη σαφήνεια κι αμεσότητα στον πυρήνα του υπαρξιακού προβληματισμού που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Επιστρατεύοντας ένα αντιδραστικό λεξιλόγιο που διασφαλίζει τη συνεχιζόμενη αποστασιοποίηση της αριστεράς από το διάλογο έχουν καταφέρει, παρά το ολοένα διευρυνόμενο χάσμα που χωρίζει τις διακηρύξεις από την πολιτική τους, να προβάλλονται ως θεματοφύλακες της συνοχής και της αναπαραγωγής της κοινωνίας.
Τη στιγμή βέβαια που η κοινωνία μας υφίσταται τις συνέπειες ενός «πειράματος βιοπολιτικής», όπως το έχει χαρακτηρίσει ο Αντρέας Καρίτζης, ο κραταιός συντηρητικής κοπής φιλογεννητισμός των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων είναι όχι μόνο προσχηματικός, αλλά και πρόδηλα αντινομικός. Διότι είναι παραπάνω από διακριτή η θεμελιώδης αντίφαση ανάμεσα στον διακηρυσσόμενο φιλογεννητισμό τους και στον νεοδαρβινικό κόσμο τον οποίο επιχειρούν να εδραιώσουν. Παρά τις πομφόλυγές τους περί «αφανισμού του ελληνισμού» είναι ανεπαρκώς συγκεκαλυμμένη η μαλθουσιανή αγωνία που τις διακατέχει, η οποία εκφράζεται μέσα από μια μονοδιάστατη κινδυνολογία γύρω από τις οικονομικές επιπτώσεις που έχει η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η πληθυσμιακή γήρανση. Οι δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για παράδειγμα, βρίθουν από αναφορές στις «δημογραφικές μεταβολές» και τις συνακόλουθες «αναπροσαρμογές» που θα πρέπει να επιβληθούν στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Υιοθετώντας μια οργουελιανή διάλεκτο, το ΔΝΤ επίσης αναφέρεται στην ανάγκη «μείωσης του ρίσκου μακροβιότητας» (reducing longevity risk) που προκαλεί «τεράστια προβλήματα» στα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Μεταξύ των μέσων προκειμένου να «αντισταθμιστεί» το ρίσκο αυτό αναφέρεται η ανάγκη αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης, καθώς και η μεταβίβαση του «ρίσκου» αυτού δια της ιδιωτικής αγοράς στις κυβερνήσεις οι οποίες θα μπορούν να το μεταπωλήσουν στις χρηματαγορές ποντάροντας σε υψηλές υπεραξίες.
Τα επιχειρήματα αυτά εδραιώνονται στην αντικειμενική διαπίστωση ότι όσο τα ποσοστά γονιμότητας θα βαίνουν μειούμενα και η δημογραφική γήρανση θα επιδεινώνεται, τόσο θα γιγαντώνονται τα αναλογιστικά ελλείμματα των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων. Πράγματι, σύμφωνα με προβλέψεις θεμελιωμένες σε στοιχεία πριν από την κρίση, ο λόγος των οικονομικά ενεργών ατόμων προς τους συνταξιούχους στην Ελλάδα πρόκειται να μειωθεί από 3,74 το 2006 σε 1,7 το 2050, οπότε και το ποσοστό των ατόμων κάτω των 15 ετών θα περιοριστεί μόλις στο ένα τρίτο αυτού των ατόμων τρίτης ηλικίας. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ότι οι οικονομιστικού χαρακτήρα λύσεις που προβάλλονται ως «μονόδρομοι» για την επερχόμενη κατάρρευση των ταμείων (π.χ. η αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποθεματικών τους) αφενός συσκοτίζουν τα αίτια της κρίσης, παραγνωρίζοντας παράγοντες όπως η μακροχρόνια λεηλασία τους από τις κυβερνήσεις καθώς και το ρόλο των υπεράκτιων «παραδείσων» στη φοροαποφυγή των ανώτερων οικονομικών στρωμάτων. Αφετέρου, οι λύσεις αυτές εκπορεύονται από μια αντίληψη της πληθυσμιακής γήρανσης ως ενός «φυσικού» φαινομένου ασύνδετου με τη διαμόρφωση ενός εργασιακού περιβάλλοντος εχθρικού προς την οικογένεια και τις γυναίκες, στο οποίο και οφείλεται σε τελική ανάλυση η δραματική μείωση της γονιμότητας.
Η αριστερά, ωστόσο, παρά το ολοκληρωμένο επιχειρηματολογικό της οπλοστάσιο γύρω από κρίσιμα ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, το μεταναστευτικό και η ισότητα των φύλων, καθώς και τα στέρεα ηθικά ερείσματα που συνέχουν τα οράματά της, δίνει την εντύπωση – με εξαίρεση φωνές βοώντων εν τη ερήμω, όπως ο Μανόλης Δρεττάκης και η Χάρις Συμεωνίδου – ότι προσεγγίζει την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους αποσπασματικά, με όρους που δεν αναδεικνύουν όσο θα έπρεπε το ζωτικό της ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Έτσι, ενώ είναι πασίδηλη η στενή αιτιακή σχέση ανάμεσα στην υπογεννητικότητα και τις πολιτικές απορρύθμισης και «ελαστικοποίησης» της αγοράς εργασίας, ουδείς είναι εκεί για να συνδιαλεχθεί με τις συντηρητικές δυνάμεις όταν διακηρύσσουν την αγωνία τους για τη «διαιώνιση του έθνους» και την «κατάλυση της οικογένειας». Το μετεμφυλιακό πρόσημο που δικαιολογημένα προσδίδεται σε έννοιες-κλειδιά όπως η «οικογένεια» και το «δημογραφικό» είναι ακριβώς εκείνο που τις καθιστά τόσο πολύτιμες για δυνάμεις που υιοθετούν αβασάνιστα τα μαλθουσιανής κοπής επιχειρήματα της νεοφιλελεύθερης κοσμοθεώρησης, χωρίς κανείς να αναλαμβάνει να αμφισβητήσει την προσχηματική τους αφοσίωση στην αναπαραγωγή της κοινωνίας μας. Στην πραγματικότητα, οι έννοιες αυτές θα πρέπει να ιδωθούν ως οι διαφιλονικούμενου νοήματος άξονες ενός διαλόγου για την πληθυσμιακή κρίση ο οποίος προς το παρόν διεξάγεται μονομερώς.
Από την πληθυσμιακή κρίση στο κράτος πρόνοιας
Ένα πρόγραμμα επαναδιεκδίκησης του δημογραφικού με όρους που εμπνέονται από το χειραφετητικό διαφωτιστικό πρόταγμα θα πρέπει να έχει ως επίκεντρο όχι βέβαια την αναπαραγωγή καθεαυτή ή την αύξηση του πληθυσμού, αλλά την ανάγκη να αρθούν όλα εκείνα τα εμπόδια σε επίπεδο εργασίας και βιοτικού επιπέδου που ευθύνονται για το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στον πραγματικό δείκτη γονιμότητας (1,3 παιδιά ανά Ελληνίδα αναπαραγωγικής ηλικίας, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες) και τον επιθυμητό αριθμό παιδιών (2,3). Εμπόδια που έχουν καταγραφεί ευκρινώς στην πληρέστερη μελέτη που έχει γίνει διεθνώς για τα αίτια του χάσματος αυτού και αφορούν σε ζητήματα όπως ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας των οικονομικών πολιτικών που ακολουθούνται και η πλημμελής εναρμόνιση της οικογενειακής και της εργασιακής ζωής. Με λίγα λόγια μια ολοκληρωμένη προοδευτική δημογραφική πολιτική θα πρέπει να είναι προληπτική και όχι στενά προσανατολισμένη π.χ. σε αιτήματα επιδοματικής ενίσχυσης των πολυτέκνων.
Θα πρέπει καταρχάς να καταστεί σαφές στους πολίτες ότι είναι έωλα τα επιχειρήματα αντιμετώπισης του δημογραφικού από τη σκοπιά της κρατούσας κοσμοθεώρησης από τη στιγμή που εδράζονται σε χρεοκοπημένα οικονομικά μοντέλα που έχουν οδηγήσει στην αύξηση της ανεργίας, την κατάλυση των οικογενειακών δεσμών και τη συρρίκνωση των προνοιακών λειτουργιών του κρατικού μηχανισμού. Μοντέλα που ενισχύουν εξόχως αντικοινωνικές αντιλήψεις για την αναμόρφωση του εργασιακού περιβάλλοντος, τα δικαιώματα της γυναίκας και των μελλουσών γενεών, καθώς και τον οικονομικό ρόλο των μεταναστών, υποβαθμίζοντας το ζήτημα της συνολικότερης ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών με προπέτασμα καπνού έναν καθαρά προσχηματικό φιλογεννητισμό.
Ανεξάρτητα από την τελική απόφαση που θα λάβουν, τα ζευγάρια θα πρέπει εάν το επιθυμούν να διαθέτουν εξασφαλισμένη από το κράτος τη δυνατότητα να συνδυάσουν τα γονεϊκά καθήκοντα με την εργασία, όχι μόνο με την παροχή εισοδηματικών ενισχύσεων αλλά και με ουσιαστικά μέτρα στήριξης. Μέτρα κοστολογημένα κι αλληλοσυνδεόμενα όπως αυτά που προτείνονται σε σχετικές μελέτες του ΕΚΚΕ όπως η τόνωση της γυναικείας απασχόλησης, η θέσπιση της γονικής άδειας με αποδοχές με ταυτόχρονη παροχή υπηρεσιών φροντίδας και φύλαξης των παιδιών (όπως ισχύει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.), η κατάργηση της διπλοβάρδιας και η επέκταση του θεσμού των ολοήμερων σχολείων, η καθιέρωση του θεσμού των «βοηθών μητέρων» και η πρόβλεψη για υπηρεσίες βοήθειας στο σπίτι, αλλά και η επέκταση του φάσματος παροχών σε είδος από εθνικές βιομηχανίες η οποία θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα ευρύτερο πρόγραμμα για την υποκατάσταση των εισαγωγών. Έτσι θα μπορέσουμε να κινηθούμε προς την ολοκλήρωση της «ημιτελούς γυναικείας επανάστασης», όπως την αποκαλεί ο Gosta Esping-Andersen, η οποία θα συμπληρώσει την αρχή της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην εργασία με την αρχή της ισότιμης συμμετοχής των ανδρών σε όλες τις εκφάνσεις της οικογενειακής-οικιακής ζωής.
Συνεπώς, ένα κεντρικό στοιχείο ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να προσανατολίζεται στην αντιστροφή των φθινόντων ρυθμών αναπαραγωγής της κοινωνίας, με άξονα την ισότητα των φύλων και την ανάδειξη του αθέατου αλλά κομβικού ρόλου της γυναίκας στη συντήρηση του κοινωνικού ιστού. Στην ανδροκρατούμενη ελληνική κοινωνία, το κατακερματισμένο, αναποτελεσματικό και αποστεωμένο κράτος πρόνοιας αντισταθμιζόταν μέχρι σήμερα από τις γυναίκες, οι οποίες επωμίσθηκαν την αποκλειστική σχεδόν φροντίδα των παιδιών. Με την κρίση πληθαίνουν οι πιθανότητες να δυσχερανθεί η θέση των γυναικών που είναι εγκλωβισμένες σε αυτή τη σύγχρονη μορφή δουλείας και μαζί τους να ενταθεί ο αποκλεισμός των εξαρτημένων μελών της οικογένειας που επαφίονταν σε αυτές για την επιβίωσή τους. Γεωμετρικά αυξάνεται πλέον ο αριθμός των παιδιών που εγκαταλείπονται διότι οι – μονογονεϊκές, με γυναίκες-προστάτες κατά κύριο λόγο – οικογένειες αδυνατούν να τα συντηρήσουν. Εκείνο που κινδυνεύει, σε τελική ανάλυση, να εκθεμελιωθεί με την κρίση είναι ο τελευταίος εύθραυστος πυλώνας αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας: ο «υποχρεωτικός αλτρουισμός» των γυναικών.
Ένα εξίσου βασικό στοιχείο ενός προοδευτικού προγράμματος ανόρθωσης της κοινωνίας θα πρέπει να είναι απαραιτήτως και η εκ νέου νοηματοδότηση της οικογένειας ως μιας έννοιας που δεν θα αναπαράγει τα πατερναλιστικά πρότυπα και τα συντηρητικά ανακλαστικά άλλων εποχών, που προσιδίαζαν σε οικονομικά συστήματα και σε κοινωνικά ήθη πολύ διαφορετικά από εκείνα που επιτάσσει η σύγχρονη ζωή. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, τέλος, οφείλει να στοχεύει και στη συμπερίληψη του μεταναστευτικού παράγοντα στην αντιμετώπιση της πληθυσμιακής κρίσης, βασιζόμενο σε πλήθος ερευνών που δείχνουν ότι η αύξηση του πληθυσμού στα κράτη-μέλη της γηράσκουσας ΕΕ επετεύχθη εν μέρει και χάρη στα υψηλά ποσοστά μεταναστευτικής εισροής. Η πιστοποιημένα θετική συμβολή των μεταναστών – πάντοτε υπό το πρίσμα ενός κοστολογημένου σχεδίου για την ενσωμάτωσή τους – στην άμβλυνση του καταρρέοντος αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, συνιστά και το καλύτερο «όπλο» κατά του αυξανόμενου ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη χώρα μας, φαινόμενα που θα ενισχυθούν εάν το δημογραφικό αφεθεί να εξακολουθήσει να μονοπωλείται με όρους «εθνικής καθαρότητας».
Μήτρα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων
Το δημογραφικό μας αφορά διότι συγκεντρώνει όλες τις προδιαγραφές για να αποτελέσει το νήμα που θα απαντήσει στα υπαρξιακής φύσης προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας με έναν επιχειρηματολογικά στέρεο τρόπο. Ο διττός στόχος της φυσικής συνέχισης και της βιοτικής αναβάθμισης του φθίνοντος πληθυσμού το αναδεικνύει στο λυσιτελέστερο όχημα για την προώθηση ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων. Με μήτρα ένα τέτοιο πρόγραμμα αντιμετώπισης της πληθυσμιακής κρίσης θα μπορούσε να προωθηθεί μια αυθεντικά φιλεργατική, φεμινιστική και ανθρωπιστική πολιτική που θα αποβλέπει στη συγκρότηση μιας βιώσιμης οικονομίας με χειραφετητικές επιπτώσεις για τη συνοχή και την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Όπως είχε επισημάνει και ο νομπελίστας Γκούναρ Μύρνταλ, κορυφαίος οικονομολόγος ο οποίος νοηματοδότησε την πληθυσμιακή κρίση με τέτοιους όρους ώστε να μετατοπίσει το διάλογο στη Σκανδιναβία εν μια νυκτί από τα δεξιά στα αριστερά, «παντού και πάντοτε, η οικονομική πραγμάτευση πληθυσμιακών θεμάτων υποτάσσεται στα πολιτικά ιδεώδη και τα συμφέροντα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τμήμα της καθεστηκυίας οικονομικής σκέψης». Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, ιδιαίτερα καθώς η επιδεινούμενη κρίση θα επαναφέρει στο προσκήνιο έναν διάλογο που προς το παρόν μονοπωλείται από δυνάμεις οι οποίες σκεπάζουν τις εξόχως αντικοινωνικές τους πολιτικές με ένα παράταιρο και γι’ αυτό προσχηματικό κάλυμμα: την υπεράσπιση της ανάγκης να «διαιωνισθεί το έθνος».

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση