GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη

Tου Δαμιανού Βασιλειάδη, ιδρυτικού και ηγετικού στελέχους του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ [1] Πρόλογος Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί απο...

Tου Δαμιανού Βασιλειάδη,
ιδρυτικού και ηγετικού στελέχους του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ[1]

Πρόλογος
Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί η διατύπωση του Αλέξη Τσίπρα στην συνέντευξή του στον Σκάι 1.12.2014 ότι τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ χωρίζει πολιτιστική άβυσσος.

Επειδή με τους ΑΝ.ΕΛ. αποφάσισαν να συνεργαστούν διάφορα πατριωτικά κινήματα, ανάμεσα στα οποία οι «Πατριωτικές Δυνάμεις του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, που εκπροσωπήθηκαν από τον Δαμιανό Βασιλειάδη στο συνέδριο των Ανεξάρτητων Ελλήνων στις 22 -23 Νοεμβρίου 2014, όπου κατατέθηκαν ορισμένα κείμενα και ψηφίστηκαν ομόφωνα θεωρώ υποχρέωσή μου να καταθέσω την κοσμοθεωρία που διέπει τις Πατριωτικές Δυνάμεις του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και βασικά και τις άλλες πατριωτικές δυνάμεις, οι οποίες αυτοπροσδιορίζονται ως πατριωτικές, για να διαπιστώσουμε «εν τοις πράγμασι» και όχι γενικά και αόριστα, ποια είναι αυτή η πολιτιστική άβυσσος και σε τι συνίσταται, αν και εφόσον πραγματικά υπάρχει, ώστε να μην δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις και παρερμηνείες, που δυσκολεύουν τον διάλογο και δημιουργούν ανέξοδη, προκατειλημμένη και συνάμα φτηνή προπαγανδιστική αντιπαλότητα, που δεν βοηθάει για όσους ενδιαφέρονται για την προκοπή αυτού του τόπου, που λέγεται Ελλάδα.

Στο συνέδριο των ΑΝ.ΕΛ. κατατέθηκε ένα πολιτικό κείμενο, που είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής θέσης και μπορεί να το δει ο οποιοσδήποτε αναρτημένο στο ιστολόγιο του. Όμως εκτός από το κείμενο αυτό που κατατέθηκε και ψηφίστηκε ομόφωνα στο συνέδριο, θα καταθέσω και από μέρους των Πατριωτικών Δυνάμεων την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία, η οποία τους καθορίζει και αποτελεί την ιδεολογική ταυτότητα και τον στρατηγικό προσανατολισμό των πολιτικών τους θέσεων και απαντά στο ερώτημα ποια κοινωνία θέλουμε.

Στην περίπτωση αυτή καλείται και ο ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει ποια είναι η κοσμοθεωρία του και με βάση ποια ιδεολογία θεμελιώνεται το πολιτικό του πρόγραμμα. Είναι ο μαρξισμός, είναι ο λενινισμός, είναι ο τροτσκισμός, είναι ο σταλινισμός ή είναι μια σύνθεση των επί μέρους ιδεολογιών και των διαφόρων αποχρώσεών τους;

Στο πλέγμα αυτό θα πρέπει να επισημάνω ότι ο Λένιν ανέτρεψε τον Μαρξ με την θεωρία περί εισαγωγής της επαναστατικής συνείδησης στο προλεταριάτο από μέρους των επαναστατών αστών διανοουμένων, ενώ ο Μαρξ μέσα από την θεωρία της προτεραιότητας του οικονομικού παράγοντα απέναντι στην «ψευδή» συνείδηση, ανέτρεψε την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ.[2]

Πράγματι τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα και η ασάφεια δημιουργεί αντικειμενικά σύγχυση και οδηγεί με τον τρόπο αυτό σε αλλοπρόσαλλες πολιτικές δράσεις.

Για να μην υπάρχει από δική μας πλευρά οποιαδήποτε παρερμηνεία, παραθέτουμε την δική μας κοσμοθεωρία και το δικό μας ιδεολογικό πλαίσιο, ώστε ο πάσα εις να γνωρίζει τι πρεσβεύουμε και για ποια κοινωνία αγωνιζόμαστε ως στρατηγικός στόχος. Η ιδεολογική ηγεμονία και ο συνασπισμός εξουσίας τον οποίο επιδιώκουμε έχει συνεπώς συγκεκριμένους και ευδιάκριτους κοσμοθεωρητικούς και ιδεολογικούς άξονες στους οποίους θα αναφερθούμε κατωτέρω.

Εισαγωγικό σημείωμα
Κάθε πολιτικός σχηματισμός πρέπει να έχει ένα κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο, από το οποίο προέρχεται η ιδεολογία του. Αυτή η ιδεολογία με τη σειρά της καθορίζει τα οράματα, τις αρχές και αξίες ενός πολιτικού φορέα, που διατυπώνονται συνοπτικά σε μια διακήρυξη αρχών.

Δεν υπάρχει πολιτικός φορέας, χωρίς μια συγκεκριμένη ιδεολογία, είτε αυτή εκφράζεται ρητά σε μια διακήρυξη, είτε επενεργεί στην πράξη, σαν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, έστω κι αν δεν διατυπώνεται σαφώς σ’ ένα διακηρυκτικό κείμενο.

Πολλοί γνωρίζουν την διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν γνωρίζουν έως σήμερα από ποια κοσμοθεωρητική αφετηρία ξεκίνησε η ιδεολογία του και καθόρισε τις αρχές του.

Ίσως για πρώτη φορά να γίνεται αναφορά στα θεωρητικά θεμέλια αυτής της κοσμοθεωρίας, πάνω στα οποία βασίστηκε η διακήρυξη.

Πρωταρχικά οφείλουμε να πούμε ότι η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη δεν είναι έργο ενός ανθρώπου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας. Είναι έργο ολόκληρου του Κινήματος του ΠΑΚ, που ξεκίνησε αφετηριακά από την πρώτη διακήρυξη του το Μάρτιο του 1968 και ολοκληρώθηκε, μέσα από διεργασίες σε σεμινάρια και συνέδρια, στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974. Για την διαμόρφωσή του το κάθε μέλος του Κινήματος προσέφερε την δική του συμβολή, σύμφωνα με την δική του θεωρητική και πρακτική εμπειρία.

Στο παρόν κείμενο θα διατυπώσω τη δική μου συμβολή, καταγεγραμμένη στο βιβλίο μου Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη και στις κατοπινές θεωρητικές μελέτες και προβληματισμός έως σήμερα.[3]

Για την ιστορία θα αναφέρω ότι οι πρώτες σκέψεις στα κοσμοθεωρητικά και ιδεολογικά θέματα που αφορούσαν το ΠΑΚ και το ΠΑΣΟΚ διατυπώνονται στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε το 1972 με τίτλο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή ο τρίτος δρόμος. Αξία έχει να παραθέσω το εισαγωγικό κείμενο που περιλαμβάνει και μια επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου για το έργο και την σημασία του, ενδεικτική για το συγκεκριμένο θέμα.

Βασική επαναστατική αρχή:

Βλέπω την πραγματικότητα όπως είναι,

δεν συμβιβάζομαι μαζί της

και προσπαθώ να την αλλάξω
Αντί προλόγου

Η μελέτη «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός» ξεκίνησε το έτος 1968, ως ιδεολογικός προβληματισμός στα πλαίσια της ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ), του οποίου πρόεδρος ήταν ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου.

Το έργο αυτό αποτελεί μια συνεχή και επίπονη θεωρητική εργασία, που σκοπό είχε να συμβάλει στην ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία του ΠΑΚ και στην σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των στελεχών και φίλων στα περίφημα σεμινάρια και συνέδρια του Κινήματος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών 1967-1974.

Η αρχική μελέτη, με τίτλο: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή ο Τρίτος Δρόμος», αφημένη στο χρόνο, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στις δεκαετίες που πέρασαν και διαμορφώθηκε τελικά στο σημερινό κείμενο.

Ενδεικτικά παραθέτουμε μια κριτική τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στον αρχικό προβληματισμό, που κατά την άποψή του, καταδεικνύει την αξία και τη σημασία του βιβλίου.

Ο μελετητής, πέρα από τη γνώμη του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου, θα βγάλει τα δικά του χρήσιμα συμπεράσματα.

Πιστεύουμε πως και σήμερα η μελέτη αυτή μπορεί να είναι πολύτιμη, ως συμβολή στον αγώνα του Λαϊκού Κινήματος για την έξοδο από την πανθολογούμενη κρίση και τη δημιουργία προϋποθέσεων για ελπιδοφόρα προοπτική.

Αυτό βέβαια θα το κρίνει ο μελετητής. Εμείς εκείνο που επιθυμούμε είναι να δώσουμε ερεθίσματα για έναν γόνιμο κι’ εποικοδομητικό διάλογο.

Στην παρούσα μελέτη επιχειρούμε να κάνουμε το διάλογο με τους πρωτεργάτες του Μαρξισμού-Λενινισμού Μαρξ, Λένιν και τους επιγόνους τους, για να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη και διαμορφώσουμε πρόταση για μια νικηφόρα σοσιαλιστική στρατηγική.


Η επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου
Κυριον
Δαμιανον Βασιλειαδην
Μοναχον, 30 Απριλίου 1972

Αγαπητε φιλε,
Μολις πηρα και διαβασα το βιβλιο σου Δημοκρατικος Σοσιαλισμος η ο Τριτος Δρομος.

Το διάβασα στα γρηγορα, με προθεση να το διαβασω αργοτερα πολυ προσεκτικα. Με έχει εντυπωσιασει.

Ειναι απο τα καλυτερα κειμενα που εχω δει πανω στο πνευμα που πρεπει να διεπει τον αγωνα μας.

Η αναλυση που κανεις εχει βαθος αλλα και στερεα θεμελια.

Χαιρω ιδιαιτερα που το βιβλίο σου αυτό ειναι μια προσφορα στον αγωνα του ΠΑΚ.

Πιστευω οτι πρεπει να κυκλοφορηση ευρυτατα και να δημοσιευθη σαν κανονικο βιβλιο.

Πιστευω επισης πως πρεπει να μεταφρασθη τουλαχιστον στα αγγλικα.

Περι τα τελη του Μαη θα συναντηθουμε στη Γερμανια. Θα κουβεντιασουμε τοτε το θεμα συγκεκριμενα.

Σου στελνω ξεχωριστα ενα νεο μου βιβλιο που καταπιανεται με αναλογα θεματα και που βρισκεται γενικα στο ιδιο πνευμα[4].

Με θερμους αγωνιστικους χαιρετισμους
Ανδρεας Γ. Παπανδρεου»

Αυτές ήταν οι διεργασίες τότε, οι οποίες θα μπορούσαμε να πούμε συνέβαλαν στην κοσμοθεωρητική αντίληψη της ιδεολογίας του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και μετά από μακρά διαδρομή παίρνει την σημερινή μορφή, την οποία και θα παραθέσω κατωτέρω.


Το δίπολο: Ελευθερία - ισότητα σε σχέση τους με τη δικαιοσύνη
Μια προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου!
«Λυθέντων τῶν νόμων καί ἑκάστῳ δοθείσης ἐξου­σίας ὅ,τι βούλεται ποιεῖν οὐ μόνον πολιτεία οἴχεται ἀλλ’ οὐδ’ ὁ πᾶς τῶνἀνθρώπων βίος τοῦ τῶν θηρίων οὐδέν ἄν διενέγκαι».[5]
Δημοσθένης

Εισαγωγή
Υπάρχουν ορισμένες κοσμοθεωρίες που έχουν καθοριστική σημασία για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σύμφωνα με μια τέτοια κοσμοθεωρία η ανθρώπινη κοινωνία λειτουργεί στη βάση της αντίθεσης: ελευθερία - ισότητα. Αυτή η αντίθεση επικαλύπτει όλες τις άλλες επί μέρους αντιθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Εδώ εντοπίζεται το βασικό πρόβλημα και η πρόκληση για τους φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και ανθρωπιστές γενικά. Πώς δηλαδή θα ερμηνεύσουν, συμβιβάσουν, αποκλείσουν ή συνθέσουν αυτές τις έννοιες, που είναι ανταγωνιστικές, αντιθετικές και είναι θεμελιωμένες και αποτελούν υπαρξιακά, οντολογικά στοιχεία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής και δράσης.

Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της ανθρωπότητας. Και αυτό το πρόβλημα, για να αναδείξουμε τη δυσκολία του, είναι ωσάν το πρόβλημα της προσπάθειας τετραγωνισμού του κύκλου. Και επειδή έως σήμερα δεν υπήρξε επιστήμονας να το λύσει οριστικά, η πρόκληση αυτή, για να το εκφράσουμε έτσι, θα μας απασχολεί, όσο υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, χωρίς να δίδεται μια ικανοποιητική απάντηση, αλλά να γίνεται απλώς προσπάθεια προσέγγισης. Οι διάφορες σχετικές θεωρίες εντάσσονται σ’ αυτά τα πλαίσια.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεωρητικό. Αντιθέτως, αυτή η θεωρητική τοποθέτηση καθορίζει το αξιακό μας σύστημα που προσανατολίζει τη δράση μας και έχει άμεση επίπτωση στη ζωή μας.

Tα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συγκλονίζουν την υφήλιο, έχουν άμεση σχέση με την πρακτική αποδοχή αυτού του προβλήματος. Κατά πόσο δηλαδή οι δυνάμεις που καθορίζουν τις διεθνείς εξελίξεις τάσσονται με την μία ή την άλλη έννοια, ή προσπαθούν να τις συμβιβάσουν.

Εκ πρώτης όψεως και για να το εκφράσουμε εκ προοιμίου, η προσέγγιση προς λύση του προβλήματος της σχέσης ελευθερίας και ισότητας γίνεται μέσω της δικαιοσύνης, ως δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Όσο πιο ανώτερος είναι ο πολιτισμός τόσο μεγαλύτερη προσέγγιση γίνεται ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, της οποίας διαμεσολαβητής είναι η δ ι κ α ι ο σ ύ ν η.

Θα αναφερθούμε λοιπόν σε ορισμένες προσεγγίσεις που επιχείρησαν διακεκριμένοι επιστήμονες, για να κατανοήσουμε το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις, χωρίς φυσικά να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι το εξαντλούμε.


Ι. Οι προσεγγίσεις διακεκριμένων στοχαστών
Ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Μπόμπιο, που ασχολήθηκε διεξοδικά με το φιλοσοφικό - κοσμοθεωρητικό αυτό πρόβλημα, παραδέχτηκε ότι «δεν υπάρχει λύση, τουλάχιστον προς το παρόν» και ομολόγησε συγχρόνως για τον εαυτό του: «Εγώ προσωπικά δεν έχω καμία συνταγή στην τσέπη μου».[6] Προσπαθεί όμως παρ’ όλα αυτά και ο ίδιος να λύσει την εξίσωση ανάμεσα στις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας, ισχυριζόμενος ότι «η ελευθερία έρχεται σε αντίθεση με την ισότητα». Και προσθέτει: «Είναι δύο εξίσου θετικές αξίες, που όμως, όταν ωθούνται στα άκρα, έρχονται σε αντίθεση: είναι σαφές πως ένα καθεστώς που μεγιστοποιεί την ισότητα δύσκολα μπορεί να εξασφαλίσει όλες τις ατομικές ελευθερίες».[7] Καμία από τα δύο αξίες δεν μπορεί να πραγματωθεί ως την ακραίες της συνέπειές, χωρίς να περιορίσει την πραγμάτωση του άλλης. Mια μεγαλειώδης ουτοπία ισότητας, όπως η κομμουνιστική για παράδειγμα, γύρισε στο αντίθετό της με την πρώτη ιστορική προσπάθεια να πραγματωθεί.

Όμως ο ίδιος επιμένει στη διατύπωση κάποιας διεξόδου, λέγοντας ότι «Απλώς επαναλαμβάνω πως δεν πρέπει να χάσουμε τον πολιτικό αστέρα που οδήγησε τους σοσιαλιστές στην εκατονταετή ιστορία τους: την κοινωνική δικαιοσύνη».[8]

Ο Μπόμπιο αναφέρεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, συμπληρώνοντας ασφαλώς την πολιτική δικαιοσύνη, με την έννοια ότι μόνο η πολιτική δικαιοσύνη δεν λύνει την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους.

Κατά την άποψή μου η προσέγγιση του προβλήματος της σχέσης ελευθερίας και ισότητας υλοποιείται μέσω της δικαιοσύνης, ως δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Όσο πιο ανώτερος είναι ο πολιτισμός τόσο μεγαλύτερη προσέγγιση υπάρχει ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα.

Δεν πρέπει να συγχέουμε ωστόσο την έννοια του πνευματικού πολιτισμού με τον τεχνικό πολιτισμό, γιατί βλέπουμε κράτη που τεχνολογικά είναι στο έπακρο ανεπτυγμένα, ωστόσο προβαίνουν ακόμη και σήμερα σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ένα παράδειγμα στην πρόσφατη ιστορία είναι η ναζιστική Γερμανία και όχι μόνο. Κι εδώ ωστόσο αναφύεται ένα παράδοξο. Πώς δηλαδή ένα έθνος που ανέδειξε τόσους φιλόσοφους και ποιητές και έναν αξιοζήλευτο πολιτισμό, κατέληξε να λατρεύει ή υποτάσσεται σε έναν Χίτλερ; Δεν είναι φυσικά το μόνο παράδειγμα. Φτάνει κανείς να αναρωτηθεί, τι νόημα εμπεριέχει ο πολιτισμός και πώς νοείται αυτός, για να είναι πράγματι πολιτισμός, ως ανώτερη μορφή ανθρώπινης ύπαρξης. Παρουσιάζεται το ανεξήγητο κατά τα άλλα φαινόμενο η ανθρωποσφαγή που αποτελεί μόνιμο φαινόμενο στις σχέσεις των ανθρώπων και των κοινωνιών, να μην έχει αλλάξει στην ουσία, αλλά απλώς μόνο στα τεχνικά μέσα. Από την αρχαιότητα έως σήμερα δεν έχουν σταματήσει οι πόλεμοι και οι αλληλοσπαραγμοί. Είναι δηλαδή και αποτελεί εγγενές φαινόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας, σύμφωνα και με την ρήση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πάντων πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς...».

Όμως αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, εμπεριέχεται στο πρόβλημα της σχέσης ελευθερίας και ισότητας. Δεν αποτελεί δηλαδή την βασική αντίθεση της ανθρωπότητας. Υπερκείμενη της αντίθεσης του πολέμου -ειρήνης είναι η αντίθεση ελευθερίας - ισότητας. Φαίνεται ότι οποιαδήποτε προσέγγιση του προβλήματος αυτού, χωρίς την διαμεσολάβηση της δικαιοσύνης είναι αδύνατη. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη.

Ο φιλόσοφος Πλάτων εξαίροντας την σημασία της δικαιοσύνης αποφαίνεται: πᾶ­σά τε ἐ­πι­στή­μη χω­ρι­ζο­μέ­νη δι­και­ο­σύ­νης καὶ τῆς ἄλ­λης ἀ­ρε­τῆς πα­νουρ­γί­α, οὐ σο­φί­α φα­ί­νε­ται».[9] Κοντά στην δικαιοσύνη προσθέτει ο ίδιος συμπληρωματικά και την αρετή, την οποία αντιδιαστέλει προς την πανουργία. Για να κατανοήσουμε την σημασία που δίνει ο Πλάτων στην δικαιοσύνη, θα ερμηνεύσουμε την πανουργία, στην οποία αναφέρεται ο φιλόσοφος, με την διάπραξη άδικων έργων, δηλαδή πράξεων που δεν έχουν σχέση με την δικαιοσύνη. Από κει και πέρα χρειάζονται και βοηθητικές αρετές, που συμπληρώνουν το έργο της δικαιοσύνης.

Θα το κάνουμε κατανοητό, αν πάρουμε ως βάση τα δύο κοινωνικά συστήματα που αντιπαλεύουν μεταξύ τους για επικράτηση τους δύο τελευταίους αιώνες: Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός. Στον καπιταλισμό έχει την τάση η ελευθερία, στην απόλυτή της μορφή, να εξαφανίζει την ισότητα, φτάνοντας στα ακραία φαινόμενα της πλήρους ασυδοσίας, ενώ στον σοσιαλισμό, (αυτόν της θεωρίας και της πρακτικής της εφαρμογής) τείνει η ισότητα να εξαφανίζει την ελευθερία, όπως λίγο πολύ ανέλυσε αυτή την σχέση με άλλη διατύπωση ο Νορμπέρτο Μπόμπιο.

Για να το εκφράσουμε πιο απλά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ελευθερία χωρίς ισότητα είναι εκμετάλλευση, ενώ ισότητα χωρίς ελευθερία είναι καταπίεση. Την αλήθεια αυτή εκφράζει με ποιητικό οίστρο ο Αδαμάντιος Κοραής, λέγοντας: «Είμαι ερωτομανής της ελευθερίας, αλλ’ αγαπώ, φίλε μου, και την δικαιοσύνην. Ελευθερία χωρίς δικαιοσύνην είναι καθαρά ληστεία».[10]

Γι’ αυτό και ο Κινέζος φιλόσοφος Κομφούκιος είχε πει κάποτε: «Ο ανώτερος άνθρωπος σκέφτεται μόνο τη δικαιοσύνη. Ο κατώτερος άνθρωπος σκέφτεται μόνο τα συμφέροντά του». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι το συμφέρον δεν μπορεί να έχει σχέση με τη δικαιοσύνη.
Ασφαλώς η έλλειψη της μιας ή άλλης συνιστώσας είναι άδικη. Για πολλούς ωστόσο η αλληλεγγύη αποτελεί την λύση της εξίσωσης, όμως δεν επαρκεί, γιατί καλύπτει ένα μέρος μόνο της αδικίας. Γνωστό είναι το βασικό σύνθημα της γαλλικής επανάστασης του 1789: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα ("Liberte, Egalite, Fraternite").

Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα έγινε κατορθωτή στην αθηναϊκή δημοκρατία, όπου επεκράτησε αυτό που είπε ο Αριστοτέλης: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής».[11] Ο ίδιος φυσικά είχε πει ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων».

Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στην έννοια της δικαιοσύνης. Ο Αριστοτέλης θέτει το πρόβλημα της ελευθερίας στη βάση της άσκησης εξουσίας από τους πολίτες στα πλαίσια της άμεσης δημοκρατίας, όπου το θέμα της ελευθερίας και ισότητας εξασφαλίζεται σε ένα υψηλό επίπεδο. Όπου συζητούν και συναποφασίζουν όλοι οι πολίτες το επίπεδο της ελευθερίας και της ισότητας εξασφαλίζεται στο ανώτατο δυνατό βαθμό από τη δικαιοσύνη, η οποία εφαρμόζεται.

Και ο σοφιστής Ισοκράτης δίνει βαρύτητα στη δικαιοσύνη, σταθμίζοντας την ελευθερία και την ισότητα που είχαν καθιερώσει στην Αθήνα ο Σόλων και ο Κλεισθένης: «Μέγιστον δ’ αὐτοῖς συνεβάλετο πρὸς τὸ καλῶς οἰκεῖν τὴν πόλιν, ὅτι δυοῖν ἰσοτήτοιν νομιζομέναιν εἶναι, καὶ τῆς μὲν ταὐτὸν ἅπασιν ἀπονεμούσης, τῆς δὲ τὸ προσῆκον ἑκάστοις, οὐκ ἠγνόουν τὴν χρησιμωτέραν, ἀλλὰ τὴν μὲν τῶν αὐτῶν ἀξιοῦσαν τοὺς χρηστοὺς καὶ τοὺς πονηροὺς ἀπεδοκίμαζον ὡς οὐ δικαίαν οὖσαν, τὴν δὲ κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστον τιμῶσαν καὶ κολάζουσαν προῃροῦντο καὶ διὰ ταύτης ᾤκουν τὴν πόλιν».[12]



ΙΙ. Η προσέγγιση του δίπολου: Ελευθερία - ισότητα με βάση τους φυσικούς νόμους



Τώρα μερικές παρατηρήσεις πάλι γενικές, βγαλμένες από τη δική μου φιλοσοφία, όπως την έχω αναλύσει στα βιβλία μου, τόσο στο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, όσο και στο Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, καθώς και στο πρώτο κεφάλαιο του έργου μου Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός και στο Πανεθνικό - Παλλαϊκό Κίνημα.

Πάντοτε πρέπει να ξεκινούμε από την φιλοσοφία και κυρίως την πολιτική φιλοσοφία, μιας και η πολιτική είναι η δύναμη εκείνη που καθορίζει τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και βασίζεται στο άρχειν, δηλαδή στην εξουσία.

Ο άνθρωπος ρέπει, όπως αναφέρει και ο διαχρονικός δάσκαλος Θουκυδίδης, προς το κακό, με βάση την ισχύ, όπου καταργείται κάθε έννοια δικαιοσύνης. Γνωστή είναι η ρήση του, που εξηγεί ότι το μόνο κριτήριο που ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρωπίνων πραγμάτων ήταν είναι και θα είναι το δίκαιο του ισχυρού, μέσω της επιβολής των ισχυρών επί των αδυνάτων, με τη γνωστή λογική ότι «ο ισχυρός επιβάλλει, ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί, όσο του επιβάλλει η αδυναμία του» [13] Για να ενισχύσει ωστόσο ακόμη περισσότερο τον ανωτέρω ισχυρισμό του προχωρά σε έναν απόλυτο αφοριστικό ορισμό, που επέχει την ισχύ φυσικής νομοτέλειας: «Απ’ ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και απ’ ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλουν πάντα την εξουσία τους, αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν».[14] Τι μας λέει δηλαδή ο Θουκυδίδης, ο οποίος αναφερόμενος ακόμη και στους θεούς, διασαφηνίζει ότι βασικά δεν υφίσταται δικαιοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις, μα το ίδιο ισχύει και για τους θεούς, χωρίς να αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο, ότι οι θεοί διέπονται από άλλους κανόνες, που έχουν σχέση με την ηθική, δηλαδή με την ελευθερία επιλογής. Γιατί ηθική υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Θεώρησε λοιπόν ότι ακόμη και οι θεοί υπακούν στους σιδερένιους νόμους της φύσης.

Με τη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα και πολύ πριν απ’ αυτήν και την αντίστοιχη ανάδειξη και απολυτοποίηση (θεοποίηση) των θετικών επιστημών δημιουργήθηκε στις κοινωνιολογικές επιστήμες η πεποίθηση ότι και το κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι μόνον η υλική ζωή, εξηγούνται μ’ έναν νομοτελειακό, όπως και στη φύση, εξελικτικό τρόπο. Υπάρχει δηλαδή μια ευθύγραμμη ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών, που περικλείει μια εσχατολογική εξέλιξη με αρχή και τέλος, με Γένεση και Παρουσία και που τελικά οδηγεί αναπότρεπτα σ’ ένα ευτυχές αποτέλεσμα, δηλαδή στην αταξική κοινωνία (κομμουνισμό). Μ’ άλλα λόγια, σ’ έναν παράδεισο επί της γης, αντί εν τοις ουρανοίς!

Ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ έχει τις ρίζες του σ’ αυτή τη θεωρία, που αναδείχτηκε σε πανάκεια και που στην ουσία του έχει ιουδαιοχριστινιακή προέλευση, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό. Ό,τι αποφαινόταν η θετική επιστήμη ήταν πια θέσφατο και για τις κοινωνικές επιστήμες και μ’ αυτή την έννοια δεν επιδεχόταν καμία απολύτως αμφισβήτηση.

Ο Μαρξ, ως κορυφαίος επιστήμονας, θεώρησε με λίγα λόγια ότι και τα κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή αυτά που έχουν σχέση με τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες κοινωνίες, υπάγονται σ’ αυτή την εξελικτική πορεία (προτσές), όπως αντιστοίχως και τα φυσικά φαινόμενα. Βασίστηκε στις θεωρίες των φυσιοκρατών φιλοσόφων του 6ου αιώνα προ Χριστού και αντιστρέφοντας την ιδεαλιστική θεωρία του Χέγκελ στην εποχή του.

Διαμόρφωσε λοιπόν τη θεωρία του διαλεκτικού υλισμού και την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, αναλογικά προς την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη εξελικτική θεωρία, που πήρε έντονα ντετερμινιστικό χαρακτήρα, για τον απλούστατο λόγο ότι οι «σιδερένιοι νόμοι» της φύσης καθόριζαν «σε τελευταία ανάλυση», όπως συνήθιζε να λέει ο Ένγκελς, και τις ανθρώπινες πράξεις. Με πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο αναλύει ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Παναγιώτης Κονδύλης αυτό το φαινόμενο στη φιλοσοφική – οντολογική του διάσταση, Λέει συγκεκριμένα: «Απέναντι στη νομοτελή Φύση ο Άνθρωπος μπορούσε να συμπεριφερθεί ως Θεός (και με αυτή την έννοια η ανθρωπολογία εκτοπίζει την θεολογία από την κορυφή των θεωρητικών ενδιαφερόντων), δηλαδή μπορούσε, χάρη στη γνώση των νόμων της, να την χειρισθεί ως τεχνικός, τεχνικός εμπνεόμενος από το πρωτείο του ενεργού βίου. Όμως από την άλλη πλευρά ο ίδιος αυτός Άνθρωπος, ως φυσικό ον, υπαγόταν στη φυσική νομοτέλεια και δεν μπορούσε να εξαιρεθεί απ’ αυτήν, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ολόκληρη η οντολογική ανατίμηση της Φύσης, την οποία οι Νέοι Χρόνοι χρειάζονταν επειγόντως, τόσο κοσμοθεωρητικά όσο και πρακτικά-τεχνικά. Από έναν Άνθρωπο υπαγόμενο ολότελα στη φυσική νομοτέλεια δεν μπορεί όμως να αναμένεται ελεύθερη βούληση και ηθική πράξη stricto sensu. Οι Νέοι Χρόνοι αναπτύσσουν ποικίλα επιχειρηματολογικά στρατηγήματα για να ξεπεράσουν την αντίφαση μεταξύ αιτιώδους και κανονιστικής θεώρησης, που τους ταλανίζει από τον 16ο ακόμα αιώνα και παροξύνεται ακριβώς την εποχή του Διαφωτισμού με αποτέλεσμα την εμφάνιση ακραίων μηδενιστικών τάσεων. Η κρίση των αξιών επιτείνεται ακριβώς στον βαθμό όπου, με βάση τις παραπάνω κοσμοθεωρητικές μετατοπίσεις, διευρύνεται η κυριαρχία πάνω στη Φύση».[15]

Ο Παναγιώτης Κονδύλης με τη φράση «αιτιώδους και κανονιστικής θεώρησης» εννοεί ακριβώς την διαφορετική ερμηνεία των ανθρωπίνων πράξεων. Κατά πόσο δηλαδή αυτές διέπονται από τους νόμους που ισχύουν και στην φύση (αιτιοκρατική ερμηνεία) ή από τους νόμους που καθορίζονται από την ψυχολογία και την ηθική, με βάση την ελευθερία (κανονιστική) και τι συνέπειες έχει η μία ή άλλη θεώρηση.

Στην αρχαία Ελλάδα διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια εξελικτική πορεία στην φιλοσοφία ή οποία ξεκινά από τους φυσιοκρατικούς φιλοσόφους, κυρίως του 6ου αιώνα π.Χ. συνεχίζει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και καταλήγει στον Σωκράτη, ως τον κατ’ εξοχήν φιλόσοφο της ηθικής, στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω.

Η φιλοσοφία του Μαρξ στηρίχτηκε κατά βάση, όπως αναφέραμε προηγουμένως, στους φυσιοκρατικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Αναξίμανδος, ο οποίος διατύπωσε μια άποψη, που επέχει την έννοια αξιώματος. «Ἀναξίμανδρος (...) ἀρχήν (...) εἴρηκε τῶν ὄντων τό ἄπειρον (...), ἐξ ὧν δε ἡ γένεσίς έστι τοῖς οὖσι, καί τήν φθοράν εἰς ταῦ τα γίνεσθαι κατά τό χρεών διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν, ποιητικωτέ ροις οὕτως ὀνόμασιν αὐτά λέγων»

Ο Αναξίμανδρος γράφει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, και οι ιδέες του ριζώνουν σε αυτές τις φαντασιακές σημασίες. Η ερμηνεία αυτής της φράσης του Αναξίμανδρου δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δεδομένη. Εδώ παραθέτουμε μια ερμηνεία που επιχείρησε ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστoριάδης, που λέει τα ακόλουθα:

«Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ὕβριν τους και για το λόγο αυτόν, κατά το δέον, σύμφωνα με την ίδια αναγκαιότητα, την ίδια αρχή, γεννιούνται και καταστρέφονται. Ποια είναι λοιπόν αυτή η αρχή; Απλούστατα - και εδώ έγκειται η τελική αντιστροφή - η ίδια η ύπαρξη αποτελεί, κατά μία έννοια, ἀδικίαν ή ὕβριν, παράβαση. Η αδικία δεν είναι, όπως ειπώθηκε, το εμμένειν στην ύπαρξη πέραν του καθορισμένου χρόνου, το ἁπλό ὑπέρ μοῖραν. Εδώ ο Αναξίμανδρος πηγαίνει πιο μακριά από τον Όμηρο: αδικία είναι η ίδια ύπαρξη. Και αυτή η ύπαρξη πρέπει να καταστραφεί σύμφωνα με την ίδια την αρχή που τη γεννά. Επικρατεί τελικά ένα είδος οντολογικής δικαιοσύνης, η οποία την ὕβριν την προερχόμενη από κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη. Ίσως εδώ ακριβώς να βρίσκεται η πρωταρχική σημασία, διότι, δεδομένου ότι κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη υπόκειται σε περιορισμό, πέρας, τέλος, οφείλει να επιστρέφει πάντα στο απροσδιόριστο».[16]

Αυτή η ερμηνεία του Καστοριάδη μπορεί να παραλληλιστεί με την άποψη του Χέγκελ, ο οποίος, όπως λέει ο Μαρξ « συνέλαβε την ανθρώπινη ιστορία σαν μια διαδικασία αλλοτρίωσης και εξάλειψης της αλλοτρίωσης αυτής». Η αλλοτρίωση μπορεί να ταυτιστεί με την αδικία, η οποία πρέπει να καταστραφεί, για να επικρατήσει η δικαιοσύνη, ώστε να επανέλθει η ισορροπία, δηλαδή να εξαλειφθεί η αντίφαση.

Η θεωρία του Αναξίμανδρου σε τελευταία ανάλυση εντάσσεται μέσα στις φυσιοκρατικές θεωρίες, τις οποίες με διάφορες μορφές ανέπτυξαν οι φυσιοκρατικοί φιλόσοφοι του 6ου αιώνα π.Χ. και που εξελίχτηκαν με διάφορους τρόπους και διάφορες εκφάνσεις έκτοτε, ξεκινώντας στην νεότερη εποχή με τους θετικιστές φιλοσόφους.

Η θεωρία του Μαρξ, όπως την ερμηνεύει ο Παναγιώτης Κονδύλης έχει σχέση με την θεωρία της ισχύος του Θουκυδίδη. αλλά και του Αναξίμανδρου, προβάλλοντας ως μοχλό εξέλιξης των κοινωνιών την ταξική πάλη, που βασίζεται στην βία μιας τάξης απέναντι σε μια άλλη. Γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης συγκεκριμένα: «Το καίριο σημείο εδώ ήταν το εξής. Δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων, πλείστοι όσοι από τους οποίους είχαν ηθικότατες προθέσεις και επέδειξαν συχνότατα απαράμιλλη αυτοθυσία, μάχονταν για την εγκαθίδρυση της Ουτοπίας, όμως από τη συλλογική τους δράση προέκυπταν αποτελέσματα απ’ ευθείας αντίθετα προς τους κεκηρυγμένους σκοπούς, αποτελέσματα που ανακύκλωναν ακριβώς εκείνα τα φαινόμενα που ήθελε και όφειλε να ξεπεράσει η Ουτοπία: την κατεξουσίαση ανθρώπου από άνθρωπο, τη λογική της ισχύος μέσα στην αναίμακτη ή αιματηρή εκδίπλωσή της. Πώς έπρεπε να ερμηνευθεί αυτό το παράδοξο; Πώς λειτουργεί η ετερογονία των σκοπών μέσα στην Ιστορία, ούτως ώστε, συνηθέστατα άλλωστε, και από τις απαρχές ακόμα της ιστορικής δραστηριότητας, η φορά της απρόσωπης συνισταμένης να αποκλίνει από την φορά των προσωπικών συνιστωσών παρμένων χωριστά; Γιατί, με άλλα λόγια, η συλλογική δράση να μας οδηγεί εκεί, όπου δεν επιθυμούσε κανείς από τους ατομικούς φορείς της; Και ακόμα: πώς είναι δομημένη, εννοιολογικά και ψυχολογικά, η ουτοπική και γενικότερα η ιδεολογική σκέψη, ούτως ώστε να επιβιώνει κάθε πρακτικής διαψεύσεως ή πάντως να μεταμορφώνεται και να μετακινείται σ’ ένα νέο πεδίο μόλις τα πρακτικά αδιέξοδα στο προηγούμενο γίνουν κραυγαλέα και αφόρητα; Ποιοι ανθρωπολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες ευνοούν ή και επιβάλλουν αυτή τη δόμηση και αυτή την ανθεκτικότητα της ουτοπικής και της ιδεολογικής σκέψης; ».[17]



ΙΙΙ. Η προσέγγιση του δίπολου: ελευθερία - ισότητα με βάση την ηθική



Την εποχή του Σωκράτη έχει γίνει μια σοβαρή, πρωτόγνωρη τομή. Στην συζήτηση των φιλοσόφων μπαίνει για πρώτη φορά το θέμα της ηθικής με την έννοια της έρευνας του προβλήματος της ελευθερίας επιλογής στις ανθρώπινες πράξεις. Αυτή η ελευθερία επιλογής αποτελεί την ουσία της ηθικής. Είναι αδιανόητο, όπως τονίσαμε και προηγουμένως, να υπάρξει ηθική χωρίς ελευθερία και ελευθερία χωρίς ηθική. Όπως είναι αδιανόητο να αποδεχτούμε παιδεία χωρίς ελευθερία επιλογής.

Πιθανόν η ηθική να εφαρμόζεται στις προχωρημένες κοινωνίες και όχι τις πρωτόγονες, του προ -κοινωνικού ανθρώπου, όπου επικρατεί η φύση και η φυσική βία βασικά. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την κατάσταση του ανθρώπου ως ζώου, που διακατέχεται από ένστικτα επιβίωσης και επικράτησης, που κατασπαράσσει άλλα ζώα για να επιζήσει, έχοντας ως κίνητρο τον νόμο της φυσικής επιβίωσης και συνεπώς της υπαγωγής της ανθρώπινης συμπεριφοράς στους αιτιοκρατικούς νόμους της φύσης

Αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος ξεπερνά, απ’ ότι μπορεί να εικάσει κανείς, όπως λέει και ο Θουκυδίδης, όταν υπερβαίνει το επίπεδο της αγέλης, όπου επικρατούν ακόμη οι φυσικοί νόμοι. Στις κοινωνίες ωστόσο, που έχουν κατά κάποιο τρόπο ξεπεράσει το πρωτόγονο αυτό επίπεδο της ύπαρξης, όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι καθοριστικό, εφαρμόζονται κανόνες συμβίωσης, που βασικό τους θεμέλιο έχουν τη δικαιοσύνη, η οποία με τη σειρά της καθορίζει τα συντάγματα, ως γενικό νόμο και τους επί μέρους νόμους, που απορρέουν απ’ αυτόν και ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή.

Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ένα είδος συντάγματος ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, ώστε να αποτρέπεται στο μέτρο του δυνατού η βία, δηλαδή η επιβολή του ισχυρού επί του αδυνάτου. Στο πρόβλημα αυτό παρεμβαίνει πάλι ο Νορμπέρτο Μπόμπιο για να διευκρινίσει πώς κατανοεί ο ίδιος την δικαιοσύνη. Λέει τα εξής: «Δικαιοσύνη δεν είναι, λοιπόν απλώς ισότης -αφηρημένο κριτήριο - αλλά ισότητα αναφερόμενη στην ελευθερία - συγκρινόμενο κριτήριο. Δεν είναι, δηλαδή απλώς και μόνο ισότητα, αλλά ισότης εν ελευθερία, ή καλύτερα και ειδικότερα, ίσες δυνατότητες από μέρους κάθε ανθρώπου χρήσης της ελευθερίας του.

Εδραιώνοντας λοιπόν με αυτόν τον τρόπο ως θεμέλιο αποτίμησης της δικαιοσύνης την ελευθερία, το πρόβλημα της δικαιοσύνης μετατίθεται: περνούμε από μία αντίληψη της δικαιοσύνης ως αφηρημένης ισότητας σε μια αντίληψη της δικαιοσύνης ως ισότητας εν ελευθερία, δηλαδή ως ισότητας στην ελεύθερη έκφραση της προσωπικότητάς μου.

Με το κριτήριο αυτό δικαιοσύνη δεν σημαίνει, ότι εγώ είμαι ίσος με σένα, αλλά ότι εγώ είμαι ίσος με σένα στη δυνατότητά να κάνω να λειτουργήσει η προσωπικότητά μου. Έτσι η αφηρημένη ισότης γίνεται συγκεκριμένη εν τη ελευθερία».[18]

Θα παρατηρούσαμε ότι η ερμηνεία αυτή αναλύει λεπτομερέστερα την έννοια της ισότητας, όπως την εξέφρασε ο Αριστοτέλης, δίνοντάς της σαφέστερο περιεχόμενο. Βασικά χωρίς την προϋπόθεση της δικαιοσύνης ισότητα δεν υπάρχει.

Εδώ αναφύεται και το θέμα της ηθικής, όχι με την τρέχουσα σημασία του όρου, αλλά με την έννοια της ελευθερίας. Ας σκεφτούμε τον Ηρακλή, όταν είναι να αποφασίσει τον δρόμο της αρετής ή της κακίας. Δηλαδή η δυνατότητα της επιλογής. Αυτό σημαίνει ηθική κατά βάση. Να έχεις τη δυνατότητα, για να το εκφράσουμε συμβατικά, να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και το κακό. Το καλό για τον άνθρωπο είναι φυσικά ο δίκαιος νόμος, που προσπαθεί να συνδυάσει την ελευθερία με την ισότητα. Όσο δηλαδή ο νόμος φέρνει πιο κοντά την ελευθερία και την ισότητα, τόσο πιο ευδαίμων είναι μια κοινωνία, αν αποδεχτούμε ότι η ευδαιμονία είναι το ανώτατο αγαθό του ανθρώπου. Εκείνοι που κατάφεραν μάλιστα να επιλέξουν ελεύθερα τον θάνατο, όπως ο Χριστός και ο Σωκράτης, για να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, έχουν καταφέρει να απελευθερωθούν και από την αναγκαιότητα του θανάτου, την οποία ξεπερνούν με την θέλησή τους. Γι’ αυτό τους θαυμάζουμε και τους θεωρούμε πρότυπα. Θα λέγαμε ότι νίκησαν τον θάνατο, που είναι η απόλυτη αναγκαιότητα, υπακούοντας ο πρώτος στην θεϊκή δικαιοσύνη και ο δεύτερος στην ανθρώπινη. Δηλαδή η ελευθερία τους μέσω της ελεύθερης επιλογής του θανάτου, θανάτωσε και αυτήν την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων. Γι' αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει: «Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».

Στο όνομα του Σωκράτη και του Χριστού συμβαίνει αυτό αντιπροσωπευτικά που ονομάζουμε υπέρβαση του θανάτου. Με αυτή την έννοια αντιστρέφουν οι δυο τους ολοκληρωτικά ή εν μέρει την ρήση του Θουκυδίδη και όσων ασπάζονται την ύπαρξη και ισχύ των σιδερένιων νόμων της φύσης, δημιουργώντας ίσως έναν συνδυασμό, τον οποίο μάλιστα εκφράζει σαφώς το Ευαγγέλιο με την φράση: «Ουκ επάρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος».[19]

Πέρα λοιπόν από τις βασικές υλικές ανάγκες, τις οποίες φυσικά δεν μπορεί να αγνοεί κανείς, υπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες ψυχολογικές και πνευματικές αξίες, οι οποίες είναι σύμφυτες με τον άνθρωπο και τις οποίες δεν μπορεί να αγνοεί κανείς, αν δεν θέλει να περιπέσει εις την ύβριν και υποστεί την κάθαρσιν.

Όλα αυτά τα φαινόμενα που περιγράψαμε, αφορούν τις κοινωνίες εκείνες, όπου εφαρμόζεται η ηθική, δηλαδή στις προχωρημένες κοινωνίες και όχι τις πρωτόγονες, του προ -κοινωνικού ανθρώπου, όπου επικρατεί η φύση και η φυσική βία βασικά, όπως τονίσαμε προηγουμένως. Την δικαιοσύνη επικαλείται και ο νομπελίστας ποιητής στο Άξιον εστί:

«Ή μήπως στο μέρος εκείνο το υπερκόσμιο, μα και τόσο εγκόσμιο, όπου γεννιούνται τα όνειρα; Βουνά άπατα και μορφές αγαπημένες μπαρουτοκαπνισμένων προγόνων που ζητούν δικαίωση».



IV. Ορισμένα άλυτα ερωτήματα. Ο ρατσισμός ως απόκλιση από την δικαιοσύνη.



Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς τις εμφύλιες συρράξεις και τους παγκόσμιους πολέμους, που διεξάγουν κοινωνίες που θεωρούνται πολιτισμένες και στις οποίες τέτοια φαινόμενα θα έπρεπε προ πολλού να είχαν εξαλειφθεί; Είναι κι αυτό ένα δύσκολο ερώτημα που έρχεται σε αντίθεση με την έννοια των πολιτισμένων κοινωνιών, όπου δεν ισχύουν θεωρητικά οι νόμοι της φύσης, όπως στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, αλλά οι νόμοι της ηθικής εφαρμογής μέσω της δικαιοσύνης.

Ποια φιλοσοφική θεώρηση μπορεί να δώσει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα;

Ο ρατσισμός (το φυλετικό μίσος και η εφαρμογή του) βασίζεται ουσιαστικά στην άποψη ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι εκ γενετής ίσοι, αλλά ότι αντιθέτως υπάρχουν φυλές ανθρώπων ανώτερες και κατώτερες κληρονομικά. Δημιουργήθηκαν για το λόγο αυτό διάφορες θεωρίες, οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση την γενική αρχή της δικαιοσύνης στα ανθρώπινα πράγματα. Η δικαιοσύνη δηλαδή σε μια κοινωνία που θεωρείται ανώτερη, δεν είναι η ίδια με αυτήν που αρμόζει και πρέπει να ισχύει και σε μια κατώτερη κοινωνία. Αυτή είναι η επικρατούσα άποψη εκεί, όπου κυριάρχησε αυτή η θεωρία και τελικά η ιδεολογία. Σε ορισμένες κοινωνίες η αντίληψη αυτή, ακόμη κι αν δεν είναι εμφανής, όμως μπορεί και συνειδητά και υποσυνείδητα να ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων και των κρατών. Η άποψη αυτή για κληρονομικότητα της διαφοράς ανάμεσα στους λαούς βρήκε την εφαρμογή της κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, αλλά ακόμη και στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχουν άμεση σχέση με αυτό το φαινόμενο. Η διάκριση σε ανθρώπους και υπανθρώπους αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχτηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να μην ανατρέξουμε σε παλαιότερες εποχές.

Στο ζήτημα αυτό υπάρχει μεγάλη σύγχυση, που οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένα έθνη στην ιστορική τους εξέλιξη ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, που δεν οφείλεται στην κληρονομικότητα, αλλά σε μια μακραίωνη πολιτισμική εξέλιξη, που σε τελευταία ανάλυση προσπαθεί η επιστήμη να καθορίσει τις αιτίες, και που δημιούργησε επίκτητα την άλφα ή βήτα εξέλιξη. Ίσως το φαινόμενο αυτό να έχει σχέση με αυτό που λέει ο Αριστοτέλης στο θέμα της ηθικής, που καθορίζεται και από την έξη, δηλαδή την διαρκή εφαρμογή και εξάσκηση. Υπάρχουν ακόμη έθνη που ανέπτυξαν μια υψηλή βαθμίδα πολιτισμού και κάπου στην ιστορική διαδρομή εξαφανίστηκαν, χωρίς να αφήσουν σαφή και επαρκή ίχνη της πορείας τους. Παράδειγμα οι Χετταίοι, αλλά σαφώς και άλλοι λαοί. Υπάρχει κι αυτό που είχε πει κάποτε ο Θουκυδίδης για ακμή και παρακμή ενός πολιτισμού. και ίσως και άλλα στοιχεία, που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Υπάρχουν έθνη που τώρα ίσως μπαίνουν στην ιστορία και που μπορεί κάποτε να δημιουργήσουν υψηλό πολιτισμό. Τίποτε στην ιστορική εξέλιξη δεν πρέπει να αποκλειστεί. Όμως η ρατσιστική αντίληψη έχει παρ’ όλα αυτά βαθιές ρίζες και εκπροσωπείται ακόμη από διάφορους διανοούμενους.

Υποσυνείδητα μάλιστα παρεισφρέει με αδιαφανείς τρόπους και στις σημερινές συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορους λαούς. Όταν μιλά κανείς για λαούς «pigs) διακρίνει τις κοινωνίες σε δύο κατηγορίες, τους ανώτερους και τους κατώτερους, στους οποίους τελικά συνειδητά ή υποσυνείδητα δεν αναγνωρίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Η προπαγάνδα που επικρατούσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να φανατίζει τους στρατιώτες, ώστε να διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είχε ως υπόβαθρο αυτήν την θεωρία. Οι Γερμανοί Ναζί και οι Ιάπωνες φασίστες, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα από τα πολλά στην ιστορία, σκότωναν τους εχθρούς τους, χωρίς να έχουν τύψη ότι διαπράττουν εγκλήματα, γιατί αυτούς που σκότωναν, για να το πούμε με υπερβολή, ήταν υπάνθρωποι, δηλαδή δεν ήταν κατά βάση άνθρωποι. Τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι δεν έπρεπε να έχουν τύψεις για τις πράξεις τους. Φαίνεται ότι ο πρωτογονισμός των πράξεων εθνών σε ένα κατώτερο επίπεδο, αντικαταστάθηκε από την ιδεολογία των εθνών ανώτερου πολιτιστικού επιπέδου

Επιπροσθέτως η άκριτη, έως δογματική λατρεία του Μαρξ στην Ελλάδα και κατ’ ακολουθία και του Ένγκελς, δεν έχει επιτρέψει να διαβαστούν κριτικά όχι μόνον οι θεωρητικές τους θέσεις, αλλά και οι συγκεκριμένες απαράδεκτες θέσεις τους για τα Βαλκάνια, αλλά και για μία σειρά από θέματα που αφορούν ιστορικούς λαούς, όπως ο ελληνικός, αλλά και λαούς του τρίτου κόσμου, όπως οι τοποθετήσεις τους για τους πολέμους του οποίου, την Ινδία, τον Μπολιβάρ κ.λπ.

Είναι γνωστό ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, σε αντίθεση με την Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήταν ορκισμένοι εχθροί της επανάστασης του 1821, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες, για κάποιες σκοπιμότητες, μαζί με τους άλλους βαλκανικούς λαούς ως «άθλια συντρίμμια», «λαοσυρφετός», «νανοφυλές», που πρέπει να μείνουν κάτω απ’ τους Τούρκους κατακτητές. Γιατί επιπλέον περνούσαν καλά στην «πατρική» και «ανεκτική» Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Απορίας άξιο είναι το πώς ο Μαρξ καταφέρεται εναντίον ορισμένων λαών κατ’ αυτόν τον τρόπο, που στην ουσία είναι εναντίον της θεωρίας του, αν σκεφτούμε ότι θεωρητικά είναι υπέρ της απελευθέρωσης των λαών και εναντίον οποιασδήποτε φυλετικής διάκρισης. Κανένας λαός δεν πρέπει να διαχωρίζεται με αυτόν τον τρόπο. Ουαί και αλίμονο, αν κάνουμε τέτοιους διαχωρισμούς! Τότε πραγματικά μπορούμε να μιλάμε το ολιγότερο για ρατσισμό. Πολλούς ξενίζει μια τέτοια τοποθέτηση. Όμως παρ’ όλα αυτά είναι απαράδεκτο για έναν μαρξιστή να χρησιμοποιεί τέτοιες απαξιωτικές εκφράσεις για τους λαούς, σε οποιοδήποτε πολιτιστικό επίπεδο κι αν βρίσκονται αυτοί, έστω κι αν οι απόψεις αυτές εκφράζονται σε όχι καθαρά επιστημονικές μελέτες και μάλιστα για έναν κατ’ εξοχήν ιστορικό λαό, όπως ο ελληνικός. Είναι ασύλληπτο ο Μαρξ να είναι τόσο ανιστόρητος. Ούτε ο χωρισμός σε ιστορικούς και μη ιστορικούς λαούς είναι λογικός. Τέτοιες απόψεις θυμίζουν σαφώς και αναφέρονται σε φυλετικές διακρίσεις.

Φέρνουμε αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα για να δείξουμε ότι τέτοιες και παρόμοιες απόψεις που δικαιολογούν κληρονομικά χαρακτηριστικά ενός λαού και όχι το πολιτιστικό στάδιο εξέλιξής της ύπαρξής τους, αναπτύχθηκαν κατά καιρούς, ως υπόστρωμα για πράξεις βίας εναντίον τους και επιπλέον καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος.

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι λαοί, παρ’ όλο που έχουν αναπτύξει έναν υψηλό πολιτισμό, γαλουχήθηκαν με μια τέτοια νοοτροπία, η οποία κατά κάποιο τρόπο τους έγινε δεύτερη φύση. Τέτοια φαινόμενα συναντούμε ακόμη και σήμερα στην Γερμανία, στην Ιαπωνία πιο έκδηλα, και εν μέρη και στο Ισραήλ ακόμη, που υπέστη την ναζιστική θηριωδία κατά προτεραιότητα, αλλά και σε άλλους λαούς, παρ’ όλο που η περίπτωση του Ισραήλ ιδιαίτερα φαίνεται εκ πρώτης όψεως απίθανη και εξωπραγματική. Πώς είναι δυνατόν ένας λαός, ο εβραϊκός εν προκειμένω, να διαπνέεται με μια όμοια ή παρόμοια νοοτροπία, τη στιγμή που υπήρξε θύμα μιας τέτοιας νοοτροπίας (ιδεολογίας); Αν λάβουμε υπόψη μας την εβραϊκή θρησκεία για τον επιούσιο λαό του Γιεχωβά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν στοιχεία στην κουλτούρα τους που τους δίνουν το δικαίωμα να αισθάνονται ανώτεροι από τους γειτονικούς λαούς.

Μπορούμε τέτοια και παρόμοια γεγονότα να τα εντάξουμε στα περίεργα, ανεξήγητα και αξεδιάλυτα φαινόμενα της ιστορίας; Κάποια απάντηση είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να δώσουμε για να λύσουμε το αίνιγμα στο μέτρο του δυνατού.

Άλλο είναι να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν λαοί σε διάφορες βαθμίδες της πολιτιστικής εξέλιξης, με την έννοια ότι κάποιοι λαοί μπαίνουν τώρα στην ιστορία και στην ιστορική εξέλιξη και άλλο να θεωρείς ότι υπάρχουν λαοί που λόγω κληρονομικότητας είναι κατώτεροι από άλλους λαούς στον αιώνα τον άπαντα και γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν το επίπεδο προηγμένων πολιτιστικά λαών. Στην περίπτωση αυτή καταλύεται κάθε έννοια δικαιοσύνης, γιατί ουσιαστικά καταλήγουμε στους φυσιοκρατικούς νόμους, όπως τους αναλύσαμε στα προηγούμενα. Η εξελικτική θεωρία του κοινωνικού δαρβινισμού δεν έχει άμεση σχέση με το φαινόμενο αυτό, όμως δίνει λαβές για μια διάκριση των ανθρώπων που μπορεί να έχει κληρονομικά χαρακτηριστικά

Καταλήγουμε εν τέλη στην άποψη ότι η αναζήτηση της δικαιοσύνης και η μέγιστη δυνατή εφαρμογή της, δημιουργεί τις προϋποθέσεις προσέγγισης της ελευθερίας προς την ισότητα, σε μια ανθρώπινη κοινωνία που κυριαρχείται από αντιθέσεις.

Καταλήγουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι η εξίσωση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα λύνεται, εφόσον μπορεί να λυθεί, με συντελεστή την δικαιοσύνη.









V. Το κοινωνικό μοντέλο που πρεσβεύουμε[20]

Ελεύθερη αγορά ή σχεδιασμένη οικονομία;



«………η ζωή είναι ενέργεια, όχι υλική δημιουργία. Άρα σκοπός της ζωής δεν είναι η κατασκευή, η παραγωγή αγαθών, αλλά η επιδίωξη της ηθικής, μέσω των υλικών αγαθών …»

Αριστοτέλης



Αναφερθήκαμε συνοπτικά στο περιεχόμενο και τη μορφή της εξουσίας σε μια κοινωνία που οι δομές της πρέπει να έχουν χαρακτήρα σοσιαλιστικό. Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει υποχρεωτικά να απαντήσει ένας πολιτικός φορέας είναι ο χαρακτήρας του κοινωνικού μοντέλου, που επαγγέλλεται. Γιατί πολύς λόγος γίνεται για δημοκρατικό σοσιαλισμό, χωρίς να διευκρινίζεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται.

Στον πολιτικό τομέα η σοσιαλιστική εξουσία είναι δημοκρατική, γιατί σοσιαλισμός βασικά σημαίνει προωθημένη μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης, η οποία θα έχει τα χαρακτηριστικά, όχι μόνο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που μπορεί εύκολα να μεταλλαχθεί σε αντιπροσωπευτική δικτατορία, αλλά και θα προσεγγίζει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής δημοκρατίας. Ένας συνδυασμός και των δύο αποτελεί εγγύηση, για οποιανδήποτε αρνητική εξέλιξη.

Ένα άλλο καίριο ζήτημα, που έχει σχέση με τη σοσιαλιστική δομή της εξουσίας και τη διαφοροποίησή της από την αστική, συνιστά η μορφή της οικονομίας στο νέο καθεστώς.

Ποιο είναι το εναλλακτικό μοντέλο της κοινωνικής οργάνωσης; Θα ισχύει η φιλελεύθερη αγορά ή η κεντρικά σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία; Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός έχει άμεση σχέση με την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.

Το ιδεολογικό και συνάμα πολιτικό αυτό θέμα, που είναι καίριας σημασίας, συνήθως μένει εκτός συζήτησης ή παραμένει συνήθως θολό, είτε από σκοπιμότητα, είτε από άγνοια.

Όμως δεν είναι δυνατό να δρομολογήσει κανείς οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική, αν δεν απαντήσει ικανοποιητικά και εξαντλητικά στο αποφασιστικό αυτό πρόβλημα, που ουσιαστικά εκφράζει και την ιδεολογία στην πράξη του οποιουδήποτε πολιτικού φορέα. Τα πράγματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα, για να μην δημιουργείται σύγχυση από πρόθεση ή αδυναμία.

Ποιες σχέσεις παραγωγής θα υπάρχουν για να ανταποκρίνονται προς το όραμα, όχι φυσικά μιας αταξικής κοινωνίας, που είναι κατ’ ουσίαν θέμα μεταφυσικό, γιατί εμπεριέχει την εσχατολογική εξέλιξη της ιστορίας, αλλά μιας σοσιαλιστικής (εξισωτικής) κοινωνίας, όπου εκτός από τη λαϊκή εξουσία (Λαϊκή Κυριαρχία)

θα πρέπει να υπάρχει και στον τομέα της οικονομίας κοινωνική δικαιοσύνη; Γιατί λαϊκή εξουσία χωρίς φυσικά κοινωνική δικαιοσύνη δεν νοείται.

Η απάντηση από απλή διαίσθηση και απ’ αυτά που θεωρητικά και εμπειρικά ζήσαμε ως τώρα είναι: ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά ο συνδυασμός και των δύο. Όμως επιστημονικά, θα λέγαμε, το πράγμα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Χρειάζεται μια επισταμένη ανάλυση των δύο βασικών αυτών μορφών της οικονομικής ζωής της κοινωνίας, για να καταλήξουμε σε λύσεις, οι οποίες πραγματικά υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο και δεν οδηγούν σε καινούργιες αυταπάτες με τραγικά αποτελέσματα.

Ένα είναι γεγονός, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μια κοινωνία πρέπει να καταναλώνει αυτά που παράγει. Η παραγωγή που ξεπερνάει την εγχώρια κατανάλωση πρέπει να επενδύεται πάλι σε παραγωγικές επενδύσεις, όπως π.χ. Παιδεία, έρευνα κ.λπ. από τη μια και εξαγωγές από την άλλη, και το πλεονάζον κεφάλαιο να επενδύεται για την λειτουργία του κοινωνικού κράτους.

Υπάρχει άραγε τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό ή κάποιοι μονόδρομοι, όπως αυτοί που οδήγησαν στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού;

Η φιλοσοφική μας κοσμοαντίληψη (η ιδεολογία) και σύμφωνα με όλα αυτά που αναλύσαμε, αν έστω και κατά προσέγγιση ανταποκρίνονται στην αναζητούμενη αλήθεια –γιατί δεν πρέπει να πέσουμε θύμα δογματικής προσέγγισης της πραγματικότητας– μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ένας συνδυασμός και τον δύο μορφών οικονομίας είναι απαραίτητος, για να αντανακλά το νέο όραμα και την νέα εναλλακτική προοπτική.

Μιλούμε βασικά για μικτή οικονομία. Ποιος συνδυασμός όμως ή μάλλον τι είδους συνδυασμός και με ποια δομικά χαρακτηριστικά είναι κατάλληλος, ώστε να μεγιστοποιείται η κοινωνική δικαιοσύνη και να ελαχιστοποιείται, στο μέτρο του δυνατού, η κοινωνική αδικία; Κι αυτό, για να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, γιατί η κοινωνία στη φυσική της ιδιοσυστασία είναι άνιση.

Η πολιτισμική και πολιτική παρέμβαση δημιουργεί τις προϋποθέσεις της ελευθερίας και της ισότητας, οι οποίες δεν είναι δεδομένες από τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλοι οι άνθρωποι δυνητικά μπορούν να είναι ελεύθεροι ή να απελευθερωθούν, αλλά δεν μπορούν να είναι ίσοι. Αυτήν την αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία, που αφορά το άτομο και την ισότητα, που αφορά την κοινωνία, προσπαθεί να γεφυρώσει η κοινωνική δικαιοσύνη κατά προσέγγιση, με την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας.

Πώς κατοχυρώνεται και με ποιους όρους και προϋποθέσεις; Η άμιλλα και παραγωγικότητα που είναι απαραίτητη για να επιζήσει και προκόψει μια κοινωνία στον διεθνή ανταγωνισμό στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας; Υπάρχει περιθώριο για κεντρικό σχεδιασμό σε μια τέτοια οικονομία και πώς αυτή εκφράζεται ως αντίπαλο δέος στην λαίλαπα που εξαπέλυσε ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που κυριαρχεί σήμερα;

Ασφαλώς το κλειδί για να υπάρξει και αναπτυχθεί μια κοινωνία είναι η παραγωγικότητα. Χωρίς παραγωγή οποιαδήποτε κοινωνία, σοσιαλιστική η καπιταλιστική ή οποιαδήποτε άλλη, είναι καταδικασμένη σε χρεοκοπία.

Στην Ελλάδα κατά παράδοξο τρόπο το πρόβλημα δεν ήταν πρωταρχικά η λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά η ανυπαρξία του. Δεν υπήρξε μέσα από την κομματικοποίηση και τον κρατισμό καμία ελεύθερη αγορά και καπιταλιστικός ανταγωνισμός αλλά τα πάντα ελέγχονταν από τα μονοπώλια, τους προμηθευτές του δημοσίου, τους λεγόμενους νταβατζήδες εντός και εκτός Ελλάδας. Αν λειτουργούσε ο καπιταλισμός, όπως π.χ. στις σκανδιναβικές χώρες, δεν θα υπήρχαν σε τέτοιο βαθμό τα σημερινά προβλήματα και ίσως θα είχε αντιμετωπιστεί έγκαιρα η κρίση. Ο ασύδοτος και ανεξέλεγκτος καταναλωτισμός και μάλιστα με δανεικά, δεν θα μας οδηγούσε στο χρέος και στην κρίση, που βιώνουμε τόσο δραματικά τώρα.

Αυτό τουλάχιστον είναι αυτονόητο, εάν δεν μας διακατέχει ο ακατάσχετος λαϊκισμός, που κυριαρχεί ακόμη στην ελληνική κοινωνία και διαστρεβλώνει την ανεξάρτητη κριτική μας σκέψη.

Το πρόβλημα προς έρευνα είναι λοιπόν: Παραγωγικότητα με ανταγωνισμό και ιδιωτικοποίηση ή παραγωγικότητα με κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνικοποίηση; Σε ανοιχτές κοινωνίες ασφαλώς, όπως οι σημερινές, δε μπορούμε να μιλούμε για προστατευτισμό. Ούτε ο απομονωτισμός αποτελεί λύση, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Η παγκοσμιοποίηση είναι δεδομένη και ας μην έχει αγκαλιάσει όλη την υφήλιο ακόμη.

Το ζήτημα όμως δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Το πρόβλημα είναι η παγκοσμιοκρατία, δηλαδή η εξουσία, όπως τονίσαμε. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση και καμία αμφιβολία. Θα ήταν τουλάχιστο τελείως αφελές και ανεδαφικό να ισχυριστεί κανείς κάτι διαφορετικό. Πώς όμως θα εξασφαλιστεί μια παραγωγικότητα που όχι μονάχα αντέχει στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά αναπτύσσει κοινωνικές δομές πιο προχωρημένες, αλλά βέβαια πιο ανθρώπινες, απ’ αυτές του παρελθόντος; Κοινωνικές δομές που θα εξασφαλίζουν απασχόληση με δικαιότερη διανομή και αναδιανομή του εισοδήματος;

Μια κοινωνία απόλυτα ελεύθερη και ισότιμη, αποτελεί απλώς ένα όραμα, προς το οποίο φυσικά πρέπει να προσανατολίζονται οι αγώνες μας, για να έχουν έναν μπούσουλα και να χρησιμεύουν ως πυξίδα.

Μπορεί να καταργήσει κανείς ατιμωρητί τον διεθνή ανταγωνισμό; Και τι θα βάλει στη θέση του; Υπάρχουν σήμερα μοντέλα, που εξασφαλίζουν ανεκτά πλαίσια μιας πολιτείας με κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική πρόνοια;

Είναι άπειρα τα ερωτήματα που μπαίνουν στη συζήτηση. Από τη σωστή ή λανθασμένη απάντησή τους εξαρτάται η θετική ή αρνητική προοπτική οποιουδήποτε κοινωνικού σχηματισμού, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν συζητούμε για μια σοσιαλιστική (εξισωτική) κοινωνία, η οποία τουλάχιστον θα οδηγεί στην ευδαιμονία, το «ευ ζην» του ατόμου και της κοινωνίας.

Ένα είναι σαφές: Το οικονομικό μοντέλο πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, εάν δεν θέλουμε να συμβούν δύο τινά. Πρώτον είτε να χρεοκοπήσει η οικονομία που οραματιζόμαστε. είτε να αναλάβει το βάρος της επιβίωσης, στο βαθμό που θα το επιτύχει, η πλειοψηφία των εργαζομένων. Θα καταλήξουμε αναγκαστικά σε ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία των δύο τρίτων, όπου μια κομματική μειοψηφία με βάση έναν μονοκομματικό και γραφειοκρατικά ρυθμιζόμενο κεντρικό σχεδιασμό και με αυταρχικά γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά, θα διατηρεί τα προνόμια της, αυτοπροσδιοριζόμενη ως προοδευτική, για να δημιουργεί άλλοθι, και μια πλειοψηφία, η οποία θα είναι υποχρεωμένη να αναλαμβάνει όλα τα βάρη και τις συνέπειες ενός άνισου και άδικου καθεστώτος.

Η παραγωγικότητα και η αναπτυξιακή προοπτική επιπρόσθετα θα πρέπει να είναι σε τέτοιο επίπεδο, ώστε και να επιβιώνει στο διεθνή ανταγωνισμό και να εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το πρωταρχικό θέμα είναι η οικονομική επιβίωση και η ανάπτυξη με βάση την παραγωγή. Το άλλο θέμα είναι της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι θέμα πολιτικό και έχει σχέση με την κατά το δυνατό ισομερή και δίκαιη κατανομή των εισοδηματικών απολαβών και των οικονομικών βαρών, αλλά και όλων των κοινωνικών και πολιτιστικών αγαθών.

Η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαίωσε ότι οι ελεγχόμενες οικονομίες σε συνδυασμό με τα μονοκομματικά καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού αποδείχτηκαν υποδεέστερες της καπιταλιστικής δυναμικής και σαρώθηκαν κυριολεκτικά, όταν απέκτησαν επαφή και συνδέθηκαν με τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή του μορφή ως νεοφιλελευθερισμός είναι η εναλλακτική λύση και πέραν τούτου ουδέν.

Η προσπάθεια συσσώρευσης και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου από μία οικονομική ολιγαρχία, με μόνο κριτήριο το κέρδος, όπως συμβαίνει στη σημερινή εποχή, αφήνει στο περιθώριο οποιαδήποτε κοινωνική ευαισθησία και κοινωνική αλληλεγγύη και παράλληλα δυναμιτίζει οποιαδήποτε κοινωνική συνοχή ενός έθνους κράτους, προς δόξαν της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.

Ο καπιταλισμός, όπως ήδη αναφέραμε, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Βασίζεται στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση, που αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τη συσσώρευση πλούτου. Η ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου σε βάρος των αδύναμων και φτωχών είναι πασιφανής, αλλά χρειάζεται προς τον σκοπό αυτό την παρέμβαση μιας λαϊκής εξουσίας (κοινωνικοποίηση της εξουσίας), που θα κατανείμει τα βάρη με τη μέγιστη δυνατή δικαιοσύνη. Αυτή η λαϊκή εξουσία όμως δεν υπάρχει σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να την δημιουργήσουμε, αν θέλουμε να βγούμε από τα αδιέξοδα.

Ένα σοσιαλιστικό πρότυπο, που στοχεύει στην κατάργηση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης της κοινωνίας, που επαγγέλλεται την πολιτική και κοινωνική και πολιτιστική απελευθέρωση, πρέπει ωστόσο να παράγει καπιταλιστικά, δηλαδή να είναι ανταγωνιστικό, αλλά να κατανέμει το παραγόμενο προϊόν με το μέγιστο βαθμό δικαιοσύνης. Και αυτό είναι θέμα εξουσίας και όχι πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Δεν είναι δηλαδή αυτοκαθοριζόμενη αξία, δηλαδή αξία που καθορίζεται από την οικονομία της αγοράς.

Όποιος νομίζει ότι μπορεί ατιμωρητί να καταργήσει τον ανταγωνισμό, αιωρούμενος κάπου στο κενό, είναι εκτός πραγματικότητας και προσφέρει κακές υπηρεσίες στον κόσμο της εργασίας, που προσπαθεί ίσως θεωρητικά να στηρίξει.

Η προσφυγή στο κράτος, από την άλλη μεριά, σα μοναδική λύση, στην περίπτωση κρίσης, δημιουργεί απαρέγκλιτα τα προνομιούχα, παρασιτικά στρώματα της κοινωνίας, με τους κρατικοδίαιτους πάσης μορφής και άλλα εκφυλιστικά φαινόμενα.

Το κομματικό κράτος, που ανδρώθηκε στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, αλλά και στη χώρα μας προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στην κοινωνία, προστατεύοντας κοινωνικές ομάδες από τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τελικά λειτουργεί αντιπαραγωγικά και αντικοινωνικά. Γιατί αυτές οι κοινωνικές ομάδες ζουν σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού, που είναι εκτεθειμένο στην ελεύθερη οικονομία και πρέπει να σηκώνει επιπλέον τα βάρη μιας κατηγορίας ανθρώπων κρατικοδίαιτων, προνομιούχων καιροσκόπων.

Όλα τα κόμματα της μεταπολίτευσης ανεξαιρέτως είχαν και έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Μπροστά στον άκρατο κρατισμό και το κομματικό κράτος, καλύτερα ο άκρατος φιλελευθερισμός, παρά αυτή η άνιση και άδικη κατάσταση, που δεν έχει καμία σχέση στην πραγματικότητα με κοινωνική συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη και φυσικά με οποιαδήποτε έννοια μιας σοσιαλιστικής εξισωτικής κοινωνίας.

Σε κοινωνίες όπου το κράτος αλώνεται από το κόμμα, η ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες είναι δεδομένη. Τρανό παράδειγμα και η Ελλάδα, που υπήρξε κατά βάση « η τελευταία χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού». Εξ ου και η σημερινή κρίση, η οποία βασίστηκε στο καταναλωτικό πρότυπο και μάλιστα με δανεικά. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τη συνέβη στον υπαρκτό σοσιαλισμό, μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα μελετώντας το κρατικοδίαιτο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Εκεί υπήρχε φυσικά μια κομματική γραφειοκρατική κάστα, στην Ελλάδα τα λεγόμενα οικονομικά και πολιτικά τζάκια, που εναλλάσσονταν στην εξουσία Μια διαπλεκόμενη οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, που απομυζούσε και απομυζά τον ιδρώτα του ελληνικού λαού.

Στη σημερινή συγκυρία, όπου η παγκοσμιοποιημένη οικονομία κυριαρχείται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, μόνο κοινωνίες, οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν σ’ αυτόν, μπορούν να προχωρήσουν ίσως και πέρα απ’ αυτόν σε άλλες πιο δίκαιες και πιο κοινωνικές δομές. Δεν υπάρχει πανάκεια αποφυγής της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Με ανεδαφικές πολιτικές και με συμπεριφορές της ήσσονος προσπάθειας, που δεν έχουν καμία σχέση με μια προοδευτική πολιτική, δε μπορεί να γίνει κανένα θετικό βήμα προς μια κοινωνία αλληλεγγύης. Με ευχολόγια για δημοκρατία και σοσιαλισμό και κούφιες, λαϊκίστικες, προπαγανδιστικές διακηρύξεις δεν αλλάζεις την πραγματικότητα. Χρειάζονται πράξεις συγκεκριμένες, γιατί μόνο η πράξη επιβεβαιώνει τη θεωρία.

Η δραστηριοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, πνευματικών και υλικών, είναι όρος απαράβατος της επιτυχίας. Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει πρωταρχικά στο καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της, που με τη σειρά του θα αναδιατάξει την οικονομία. Θα πρέπει επιπλέον να φροντίσει για τη δημιουργία θεσμών διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου στην άσκηση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, περιορίζοντας την κίνηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, ώστε η χώρα να παραγάγει τον πλούτο που θα διανείμει. Χωρίς παραγωγή δεν υπάρχει ανάπτυξη και χωρίς ανάπτυξη οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής δίκαιης κατανομής του παραγόμενου προϊόντος αποτελεί ουτοπία και λαϊκισμό του αισχίστου είδους. Μια χώρα για να είναι ανεξάρτητη πρέπει να καταναλώνει αυτά που παράγει.

Στα πλαίσια αυτά πρέπει επιπλέον να τονιστεί και το πρόβλημα που έχει σχέση με τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες θα βοηθήσουν στην τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Τέτοιες επενδύσεις όμως δεν κατοχυρώνουν την πλήρη απασχόληση. Ένα ποσοστό ανεργίας λόγω απολύσεων είναι δεδομένο. Οφείλει όμως το κράτος να λαμβάνει πρόνοια για την επανένταξη του εργαζόμενου στην παραγωγική διαδικασία, όπως υλοποιείται στις σκανδιναβικές χώρες και όχι να τον αφήνει έρμαιο της αναλγησίας του κεφαλαίου. Ακόμη είναι αυτονόητο, ότι κάθε επιχείρηση στοχεύει στο κέρδος. Αυτή είναι η μία όψη του προβλήματος.

Από την άλλη μεριά είναι ξεκάθαρο ότι οι κρατικές επιχειρήσεις, εάν υπάρχουν και εφόσον υπάρχουν, πρέπει να λειτουργούν με κριτήρια ιδιωτικοοικονομικά, με κριτήρια που απαιτεί ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και ο διεθνής ανταγωνισμός. Εάν οι επιχειρήσεις αυτές είναι αντιπαραγωγικές, γιατί οι εργαζόμενοι σ’ αυτές δεν είναι σε θέση ή δεν μπορούν ή δεν θέλουν να είναι ανταγωνιστικές ή προστατεύονται από το κομματικό κράτος ή εν πάση περιπτώσει για έναν οποιονδήποτε άλλο λόγο, μιας και τα προνόμια τους δεν θίγονται, τότε προτιμότερο είναι να κλείσουν, παρά να διατηρούν τα προνόμιά τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, όπως συνέβη στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κυρίως. Κάτι τέτοιο δεν έχει σχέση με σοσιαλισμό. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι επιλεκτική, ώστε να πριμοδοτεί μια κοινωνική ομάδα σε βάρος των άλλων, αλλά αφορά όλους.

Βέβαια οι βασικοί δημόσιοι κοινωφελείς οργανισμοί οφείλουν να ανήκουν στο δημόσιο τομέα, ιδίως εκείνοι που έχουν σχέση με την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τον υδάτινο πλούτο κ.λπ.

Η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στην πληροφόρηση και τις επικοινωνίες, πρέπει να είναι κατοχυρωμένη. Όμως και αυτές έχουν υποχρέωση να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αλλιώς καταντούν κρατικοδίαιτες, τελικά πάλι σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικές με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στον ίδιο τομέα δραστηριότητας, δηλαδή στην ενέργεια και τις επικοινωνίες. Υπάρχει το επιχείρημα ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι αντιοικονομικές. Εάν όμως λείψει ο προστατευτισμός του κράτους, τότε μπορεί όχι μόνο να αντέξουν, αλλά να είναι και ανταγωνιστικές και κερδοφόρες. Αυτή είναι η πεποίθησή μας. Αυτό απαιτεί ασφαλώς έναν υψηλό βαθμό εκπαίδευσης και έρευνας, για να μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις της αποτελεσματικής οργάνωσης και τεχνολογίας.

Το πρόβλημα φυσικά είναι σύνθετο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια ορισμένων διακηρυκτικών επισημάνσεων. Όμως δείχνει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, για μια σωστή προοπτική.

Επίσης η παιδεία και η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό, που κατοχυρώνεται από την πολιτεία.

Το κοινωνικό μοντέλο της οικονομίας, που πρεσβεύουμε, έχει κοινωνική υποχρέωση, να «παρεμβαίνει» στην αγορά εκεί που αυτή αποτυγχάνει. Μερικά παραδείγματα παρέμβασης θα αποτελούσαν για παράδειγμα η πάταξη των καρτέλ, της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, η ψήφιση και εφαρμογή του κτηματολογίου και δασολογίου, η αξιολόγηση κάθε κρατικού υπαλλήλου, η αξιοκρατία και τόσα άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης όχι μόνο χρεοκόπησε, αλλά σάπισε κυριολεκτικά. Παρ’ όλα αυτά δεν θέλει να αλλάξει. Τα μικροκομματικά συντεχνιακά συμφέροντα και η δύναμη της συνήθειας τα καθιστούν αντιπαραγωγικά και αναποτελεσματικά.

Διαπιστώνουμε ότι ακόμη και στα κράτη, όπου εφαρμόζεται ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, παρεμβαίνει η κυβέρνηση, για να ρυθμίσει ανισορροπίες της αγοράς. Βλέπουμε κράτη, όπως π.χ οι ΗΠΑ, που εξάγουν τον άκρατο νεο-φιλελευθερισμό, να ασκούν στο εσωτερικό τους, όταν χρειάζεται, παρεμβατική πολιτική, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης και κεϊνσιανής πολιτικής. Μιας πολιτικής όμως η οποία δεν θα καταργεί την παραγωγή αγαθών, ώστε ο καταναλωτής να οδηγείται στην εισαγωγή τους από το εξωτερικό. Από την άλλη η νεοφιλελεύθερη σχολή του Σικάγου απέτυχε παταγωδώς, όπως ομολογούν οι ίδιοι οι δημιουργοί της. Όμως συνεχίζουν να την εφαρμόζουν απαρέγκλιτα, όπου μπορούν.

Δε είναι δυνατόν η αγορά να λειτουργεί ανεξέλεγκτα και να καθορίζει τα πάντα, όπως αυτή εφαρμόζεται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Ούτε να υπάρχουν οι προμηθευτές του δημοσίου, οι γνωστοί «νταβατζήδες», που λυμαίνονται τον ιδρώτα του ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ, ασκώντας πλύση εγκεφάλου και εκβιάζοντας για τους άνομους σκοπούς τους τις κυβερνήσεις.

Αντιθέτως στη μια μικτή οικονομία, όπως την περιγράφουμε, πρέπει η κατανομή του εισοδήματος να φτάνει σε υψηλά επίπεδα δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται με οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συνεπείς προς τη νομισματική πολιτική, η οποία έχει αντι-πληθωριστικά χαρακτηριστικά. Τούτος ο όρος γίνεται απαραίτητος λόγω της ανάγκης επιβίωσης στο στυγνό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, επειδή δεν λειτουργούμε απομονωμένοι και αιωρούμενοι στο κενό. Αυτό κάλλιστα μπορεί να είναι το τεστ-κλειδί για το είδος του κοινωνικού μοντέλου που οφείλουμε να οραματιζόμαστε. Τα οράματα έχουν νόημα, όταν δεν οδηγούν σε σκληρές απογοητεύσεις.

Οι δυνάμεις της προόδου θα πρέπει να αντιπαλέψουν ελεύθερα και χωρίς προστατευτισμούς τις δυνάμεις της συντήρησης στο πεδίο της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, σ’ όλους τους τομείς, πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς. Εάν στον αγώνα αυτόν δεν ανταποκριθούν νικηφόρα πραγματικά δεν τους αξίζει το μέλλον. Την κοινωνία στην οποία προσβλέπουμε ως όραμα, πρέπει να την υλοποιούμε, στο μέτρο του δυνατού, από τώρα.

Στην Ελλάδα, για να το εκφράσουμε με υπερβολή, που έχει δόση αλήθειας, σχετικά με την κρίση, το πρόβλημα δεν ήταν ο καπιταλισμός, αλλά το γεγονός ότι δεν λειτούργησε ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, λόγω των καρτέλ και των κλειστών συντεχνιακών κυκλωμάτων και της συνακόλουθα συνολικής καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, από μια κομματοκρατούμενη κοινωνία, με πελατειακές σχέσεις και εκτεταμένη διαφθορά, την οποία όμως εξέθρεψαν οι κρατούντες και όχι μόνο. Αντιθέτως λειτούργησε ένα παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο (ένα μοντέλο με δανεικά), που οδήγησε στην καταστροφή.

Το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και στο οποίο εντάχθηκαν, χωρίς εξαίρεση, όλα τα κόμματα στα πλαίσια του δικομματισμού, οδήγησε την ελληνική κοινωνία στην τραγική κρίση. Αυτό το μοντέλο πρέπει να αντικατασταθεί με ένα κοινωνικό μοντέλο, που πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε ανωτέρω.

[1] Ο Δαμιανός Βασιλειάδης υπήρξε Γενικός Γραμματέας των οργανώσεων του ΠΑΚ Δυτικής Γερμανίας, Δυτικού Βερολίνου κατά τα έτη 1973 -74, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος), υπεύθυνος του ΚΕΜΕΔΙΑ (Κέντρο Μελέτης και Διαφωτισμού) του ΠΑΣΟΚ και μέλος της Πρώτης Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Ως υπεύθυνος του ΚΕΜΕΔΙΑ προήδρευε για την συγγραφή της 3ης του Σεπτέμβρη, στην οποία συνετέλεσε τα μέγιστα. Παραιτήθηκε το 1977, καταγγέλλοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι, ακολουθώντας αριστερή φρασεολογία και δεξιά πολιτική πρακτική, ακύρωσε σταδιακά και συστηματικά όλες τις διακηρυγμένες αρχές του Κινήματος: Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση, Δημοκρατικές Διαδικασίες., θέτοντας τα θεμέλια για την μετάλλαξή του από ένα σοσιαλιστικό σε ένα αντιλαϊκό, νεοφιλελεύθερο κόμμα.
[2] Για το θέμα βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Αποκεντρωτισμός με υπότιτλο: Αυταρχική Συγκεντρωτική ή Δημοκρατική Αποκεντρωτική Εξουσία, εκδ. «Γόρδιος», Αθήνα 2014, σ. 66-125. Η ελληνική Αριστερά στην πλειονότητά της, σύμφωνα με την ανάλυσή μου στη μελέτη αυτή είναι δογματική, τις οποίες οι ρίζες είναι σταλινικές.
[3] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.
[4] Πρόκειται για το βιβλίο του Πατερναλιστικός Καπιταλισμός.
[5] Δημοσθένης, Λόγος κατά Αριστογείτονος Α΄. Η ερμηνεία του ανωτέρω χορίου του Δημοσθένη: «Eάν καταλυθούν οι νόμοι και στον κα­θένα δοθεί εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, όχι μόνον το κράτος διαλύεται αλλ’ ούτε ο βίος των ανθρώπων σε όλες αυτού τις εκδηλώσεις σε τίποτε δεν θα διέφερε από αυτόν των θηρίων».
[6] Νορμπέρτο Μπόμπιο, ισότης εν ελευθερία, απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του, μτφ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. «Εκκρεμές», Αθήνα 1999. Οι δύο παραθέσεις είναι από αυτό το απόσπασμα. Αναδημοσιεύεται στο: Λουκάς Αξελός, Schripta manent, εγχειρίδιο πολιτικής παιδείας, Αθήνα 2013, σ. 71.
[7] Νορμπέρτο Μπόμπιο, ό.π. σ.71
[8] Νορμπέρτο Μπόμπιο, ό.π., σ. 71
[9] Πλάτωνος, “ Μενέξενος” 347a
[10] Επιστολή προς τον Δημήτριο Λώτο, 25 Ιουνίου 1792. Αλληλογραφία, Α΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1964. 247, 33-35.
[11] Πολιτικά, βιβλίο τρίτο, 1275α25.
[12] Μετάφραση του ανωτέρω χορίου του λόγου του Ισοκράτη, Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. «Πάρα πολύ τους βοήθησε στην καλή διοίκηση της πόλης, ότι ενώ εθεωρείτο ότι υπάρχουν δύο ισότητες, και η μία αποδίδει το ίσο σε όλους, η δε άλλη το πρέπον στον καθένα, δεν αγνόησαν την χρησιμότερη ισότητα, αλλά αποδοκίμαζαν ως μην δίκαιη την ισότητα εκείνη, η οποία έκρινε άξιους των ιδίων αμοιβών και τιμών τους φαύλους, προτιμώντας εκείνη (την ισότητα) η οποία τιμά και τιμωρεί καθένα σύμφωνα με την αξία του».
[13] Θουκυδίδου, Ιστορία Ε΄ (89-91). Το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται από του Αθηναίους εναντίον των κατοίκων της Μήλου.
[14] Θουκυδίδου, Ιστορία Ε΄ (103-105).
[15] Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 384, Απρίλιος 1998.
[16] Σεμινάριο Καστοριάδη της 16ης Φεβρουάριου 1983
[17] Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδ. «Θεμέλιο», β’ έκδοση, Αθήνα 1998, σ.
[18] Το «Ισότης εν ελευθερία» είναι παρμένο από τον τόμο Νορμπέρτο Μπόμπιο, Αυτοβιογραφία, μτφ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. «Εκρεμές», Αθήνα 1999. Βλ. Skripta Manent, εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 2013.
[19] Κατά Λουκάν, 3. 30 - 4. 5
[20] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Πανεθνικό - Παλλαϊκό Κίνημα, εκδ. «Γόρδιος», Αθήνα 2014, σελ. 117 -131. Το κεφάλαιο: «Ελεύθερη αγορά η σχεδιασμένη οικονομία» αναφέρεται στο κοινωνικό μοντέλο της κοινωνίας, όπως αυτό απορρέει από την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία των Πατριωτικών Δυνάμεων του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και είχαν αποτυπωθεί στην διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, του οποίου τις αρχές εγκατέλειψε σταδιακά το ΠΑΣΟΚ με την μετάλλαξή του σε ένα σκληρό, αντιλαϊκό, νεοφιλελεύθερο κόμμα της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου.

2 σχόλια


  1. Οι αχρείοι και πανηλίθιοι του Μαξίμου, νομίζουν ότι με το που έβαλαν την υπόθεση "Σαμαράς-γκέητ" (υπόθεση Χαϊκάλη) στο αρχείο, τελείωσαν... καθάρισαν!

    Πλανώνται πλάνην οικτράν, οι γελοίοι!

    Στο αρχείο της εισαγγελίας μπορεί να μπήκε, αλλά δεν μπήκε στο αρχείο του μυαλού του ελληνικού λαού!!!

    Ο λαός μας δεν πρόκειται να ξεπεράσει έτσι αυτή την κοροϊδία, αυτή την μπόχα, αυτή τη σήψη, την σαπίλα των αχρείων πολιτικών πτωμάτων Σαμαρά-Βενιζέλου!!!


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ.

    ΚΑΚΟ ΨΟΦΟ ΣΤΟΥΣ 168 ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΩΛΟΚΑΝΑΛΑ/ΚΩΛΟΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση