Από την Άννα Μπιθικώτση " Ο λόγος της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε ο ...
"Ο λόγος της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη. Είναι η αγάπη, η φιλία.
Φίλοι μου, τούτες τις βουβές νύχτες που σωπαίνουν οι λύκοι γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι, η Αρετή Γκόρντον έρχεται με ένα βιβλίο παρακαταθήκη για τις γενιές που ψάχνουν με μάτια γεμάτα φως και ελπίδα σύμβολα να στηριχτούν.
Η γραφή της είναι γλυκιά και ταπεινή σαν την «Επί του όρους» ομιλία, αφού όλα παίρνουν ζωή, μέσα από σελίδες γραμμένες με το αίμα της καρδιάς της.
Το βιβλίο της Αρετής, «Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού» γίνεται η αφετηρία για να ξεδιπλωθεί η πολυκύμαντη ζωή της μεγάλης κυρίας του λαϊκού μας τραγουδιού.
Πρόκειται για ένα ταξίδι στη μνήμη μιας εποχής, σαν...
απότιση ελάχιστου φόρου τιμής στην πρώτη μεγάλη Ελληνίδα ερμηνεύτρια της νεότερης μουσικής μας ιστορίας.
Μέσα από τις σελίδες του, πρωταγωνιστούν πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της. Μέσα από την πολυτάραχη ζωή της Βίκυ Μοσχολιού, ξεδιπλώνεται γλαφυρά ολόκληρη η ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας των τελευταίων 70 ετών, αλλά παράλληλα και η σύγχρονη ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού.
Στο βιβλίο που άψογα επιμελήθηκε και προχώρησε στην έκδοσή του, με σεβασμό και αγάπη ο εκδοτικός οίκος «ΦΕΡΕΝΙΚΗ», συναντάμε τη Βίκυ, από το Μεταξουργείο, όπου στις 17 Μαΐου του 1943 γεννήθηκε κείνα τα χρόνια τα εξαιρετικά δύσκολα.
Τη μάνα της, 16 ετών που την έφερε στη ζωή, μια μάνα που ξενόπλενε κι ένα πατέρα που δούλευε από τα άγρια χαράματα στη Λαχαναγορά, για να μεγαλώσει τα τρία του παιδιά.. σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια τους….
Την συναντάμε στα μαθητικά της χρόνια όπου τελειώνει το Δημοτικό και ξεκινάει να δουλεύει ως κορδελιάστρα με 15 δραχμές βδομαδιάτικο. Και αντικρίζουμε στα μάτια και την καρδιά της το πάθος της για το τραγούδι.
Μαθαίνουμε ότι μια πρώτη της απόπειρα να τραγουδήσει, επισήμως, δίνει φτερά το όνειρό της, πηγαίνοντας στα «Ταλέντα» του Οικονομίδη, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της.
Γεννημένη τραγουδίστρια προσπερνά τα «θέλω» των τρίτων και στα 19 της πια, ακολουθεί την ξαδέλφη της Έφη Λίντα που τραγουδά στην «Τριάνα» του Χειλά με τον Μπιθικώτση και τη Δούκισσα.
Αυτή ήταν η ανατολή για τη μεγάλη της ιστορία… Για να έρθει στη συνέχεια η πρόταση του Γρηγόρη Μπιθικώτση στον περίφημο Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia να της ανοίξει την πόρτα για την αθανασία: Τότε ο Σταύρος Ξαρχάκος έψαχνε μια νέα φωνή για το περίφημο «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα».
Ο Λαμπρόπουλος προτείνει τη Μοσχολιού και η αρχή αυτή γράφει το πεπρωμένο της Βίκυς, όπου σαν ένας άλλος θηλυκός Ζορμπάς, μυρίζει Ελλάδα και μας οδηγεί γραμμή στις ρίζες, σε ότι αυθεντικό έμεινε από αυτό που λέμε γνήσια ελληνική ψυχή και λεβεντιά.
Με αυτό το τραγούδι σηματοδοτεί και την επίσημη είσοδό της στη δισκογραφία. Την ίδια εποχή την επιστρατεύει ο Ζαμπέτας για να πει «Τα δάκρυα», το «Χωρισμό», «Τα Δειλινά» και το «Πάει». Με το ρεπερτόριο του Ζαμπέτα, του Ξαρχάκου, αλλά και του Καλδάρα, η Μοσχολιού αποκτά πια όνομα.
Σταθερότερη είναι η συνεργασία της με το Ζαμπέτα, συνυπάρχουν από το 1964 έως το 1966 και στο πάλκο και στη δισκογραφία και σε κινηματογραφικές συμμετοχές.
Το 1967, κοντά στον Μπιθικώτση αλλά και στον «καινούργιο» Σταμάτη Κόκοτα, τραγουδά Ξαρχάκο στα Δειλινά και στο «Ρεξ». Είναι η χρονιά που θα παντρευτεί και τον αγαπημένο της, επίσημο συνοδό της από το 1963 και αστέρα του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζο -με τον οποίο θα αποκτήσουν και δύο κόρες, τη Ράνια και την Ευαγγέλια. Το ιερό οικοδόμημα της οικογένειας τους θα γκρεμιστεί το 1978.
Η πορεία της Μοσχολιού στους δρόμους όπου υπηρετεί της τέχνης τα μαλάματα, παραμένει ανοδική..
Μέσα από το βιβλίο της Αρετής, η κάθε στιγμή από τη ζωή της Βίκυς , γλιστρά ανεπαίσθητα από τη μια εμπειρία στην άλλη, διασχίζοντας εποχές και πρόσωπα με μια δρασκελιά της μεγάλης ερμηνεύτριας. Το ένα κομμάτι στάζει πόνο και το άλλο ομορφιά στη ζωή της.
Η Αρετή αναδεικνύει την πολυδιάστατη προσωπικότητα της λατρεμένης της φίλης που για χρόνια ζήσανε μαζί.
Μέσα απ’ ένα αφηγηματικό της πάζλ -άλλοτε μονολογώντας ή ανοίγοντας διάλογο με το κοινό και άλλοτε συνομιλώντας με τα “φαντάσματα” που καθόρισαν την πολυτάραχη ζωή της Βίκυς, ξετυλίγει το νήμα της, από το άλφα ως το ωμέγα και ειδικά λίγο πριν ταξιδέψει για τη γειτονιά των αγγέλων, όπου συναντάμε για στερνή φορά το μεγαλείο της ψυχής της μεγάλης ερμηνεύτριας μπρος στον άνισο αγώνα με την επάρατη νόσο.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διαβάσω ένα απόσπασμα που αναφέρεται στο στερνό αντίο της Μοσχολιού, στον λατρεμένο Γρηγόρη της και ακριβό μου..που το βίωσα και θα το κουβαλώ στης μνήμης μου τη κιβωτό όσο ζω και ανασαίνω…
ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αυτή ήταν και η επιθυμία του Γρηγόρη Μπιθικώτση… μόνο που κράτησε για τέσσερα χρόνια..μόνο για τέσσερα χρόνια …
Το γιατί θα το καταλάβετε μόνο όταν σας διαβάσω ένα μέρος της επιστολής μου τότε προς τα ΜΜΕ…
«Κάθε που ανέβαινα τα σκαλιά και τα βήματά μου με φέρνανε κοντά του τα τελευταία τέσσερα χρόνια για να του ανάψω το καντηλάκι, για να του βάλω στα βάζα λουλούδια μυριστά και ρόδα μυρωδάτα, πρώτο αντίκριζα από μακριά το σταυρό του μνήματός του. Αυτή όμως τη φορά μόλις διάβηκα τα ίδια σκαλοπάτια, περιμένοντας να αντικρίσω το σταυρό του και την φωτογραφία του που χόρευε το τελευταίο του ζεϊμπέκικο, η εικόνα δεν ήταν αυτή που είχα αντικρίσει πριν λίγες ημέρες.
Ο σταυρός έλειπε και το μυαλό μου σταμάτησε.
Προσπέρασα την οικογένειά μου και τις γυναίκες που στόλιζαν τα μνήματα των δικών τους αγαπημένων ψυχών και βρέθηκα μπρος στο δικό του.
Και τότε η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια μου. Το «αιώνιο σπίτι» του ήταν ανοιχτό και άδειο.
Ο νους σταμάτησε και η καρδιά μου σχίστηκε στα δυο. Μη θέλοντας να δώσω δικαίωμα στις χαροκαμένες γυναίκες που με κοίταξαν αινιγματικά και θέλοντας να πιστέψω ότι δεν με είχαν αναγνωρίσει, προσπέρασα τον ανοιχτό τάφο του πατέρα μου και με χαμένη ισορροπία κατευθύνθηκα προς το μνήμα της φίλης μας Βίκυς Μοχολιού που ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό του, όπου ακούμπησα μουδιασμένη τα λουλούδια και τα κεράκια που κρατούσα.
Δεν ένοιωσα το άγγιγμα από τα χέρια των ανθρώπων μου που προσπαθούσαν να ζεστάνουν την παγωνιά της ψυχής μου, ένοιωθα όμως τα λόγια που από μέσα μου έβγαιναν με λυγμό βουβό όταν ρωτούσα απεγνωσμένα:
«Βίκυ που πήγαν τον Γρηγόρη μας, πού είναι ο πατέρας μου, πότε έγινε η εκταφή του;
Έκλαιγα απεγνωσμένη και εσύ Βίκυ μου «σώπαινες» κάτω από τη μαρκίζα της πένθιμης κραυγής μου.
-----------------------------------------------------------------------------
Το τίμημα της δόξας ακριβό.
Αρετή μου , εσύ με καταλαβαίνεις καλά, γιατί ξέρεις πως εκεί που υπάρχει πολύ φως οι σκιές είναι εντονότερες
Αν όλοι μαζί είμασταν χειροπιαστοί σαν το δοξάρι στο βιολί ακόμα και στον Γολγοθά θε να ανεβαίναμε ίσως.
Στον Γολγοθά που κάρφωσαν Αυτόν που αγάπησε πολύ, εμείς θε να καρφώναμε το μίσος.
Αρετή μου, τους δύσβατους δρόμους που περπατάς …τους έχω περπατήσει..γι αυτό άκουσε από καρδιάς τι θα σου πω..
Ανέβα, ανέβα. Πάντα ανέβαινε, ακόμη πιο ψηλά.
Στην κορφή σε περιμένει η ζωή με μια αγκαλιά όνειρα κι ελπίδες. Ανέβα όλο μπρος. Όλο ψηλά …
Ανέβα έστω κι αν δεις πως τα όνειρα ήταν ψεύτικα…
Κι οι ελπίδες, οι ολόφλογες ελπίδες ένας καπνός…
εσύ ανέβα. Ανέβα κι αν έστω στην κορφή
σε περιμένουν μαχαίρια, εσύ ανέβα…
Ανέβα και πες ευχαριστώ
στην δύναμη που σε έκανε να ανεβείς…
Με σεβασμό και αγάπη, με λόγια ψυχής θα σε καληνυχτίσω αγαπημένη μου μεγάλη αδελφή, Βίκυ..
Δεν είναι κάποιο ποίημα , δεν είναι κάποιες σκέψεις ..είναι το χθεσινοβραδινό όνειρό μου…
Χθες βράδυ χάθηκα
σ ΄ένα ταξίδι νοσταλγίας μες το χρόνο
σ΄ εκείνα τα τοπία που ματώνω, με το καράβι που σε πάει η καρδιά.
Και όλα μιλούσαν κι όλα ζούσαν σαν και πρώτα και μες τη νύχτα, της μνήμης μου άναψαν τα φώτα και τα όνειρά μου, γίναν όλα αληθινά.
Σ΄ ένα κάδρο, μου γελούσαν αγγελούδια κι η αγκαλιά μου είχε γεμίσει από τραγούδια και κελαηδούσανε στο κήπο μου πουλιά
Χρυσό κλειδί, στου σπιτικού μου ήταν τη πόρτα
και ο πατέρας το γυρνούσε όπως πρώτα και όλα ζούσαν και μου μίλαγαν ξανά
Και μου κρεμούσε στο φουστάνι μου τα αστέρια
κι η κάμαρά μου είχε γεμίσει από γέλια,
με άσπρα, κόκκινα καράβια από φιλιά
Και έβαλα πιάτο, να χορτάσει η χαρά μου
και στο σταμνί, νερό να πιει η ανασαιμιά μου,
να ξεδιψάσει της ζωής μου η μοναξιά.
Και άνθρωποι που ζουν μονάχοι,
σαν το ξεχασμένο στάχυ,
ήρθαν στη πόρτα μου,
σαν φίλοι απ τα παλιά.
Σαν από θαύμα, βγήκε ο ήλιος στη καρδιά μου
κι είδα το χθες να ξαγρυπνάει στα σκαλιά μου,
τη Μοσχολιού να τραγουδά τα Δειλινά.
Την καλωσόρισε ο καρδιά μου με τραγούδια,
της Ρωμιοσύνης και του Απρίλη τα λουλούδια
και θυμηθήκαμε σαν πρώτα τα παλιά.
Χθες βράδυ χάθηκα σ΄ ένα ταξίδι νοσταλγίας
με το καράβι μιας μεγάλης ιστορίας
και στων καιρών την πιο ωραία μουσική
έγινε η νύχτα ιστορία μαγική
Στου ονείρου μου τον ουρανό
μια σκάλα απλώθηκε στη γη
και δυο άγγελοι μυθικοί,
ήταν μπροστά μου ζωντανοί.
Ο ένας με πήρε αγκαλιά,
Και με κεντούσε με φιλιά
και η άλλη, σαν την Παναγιά,
μου χαμογέλαγε γλυκά.
Ήτανε ο πατέρας μου,
μ΄ έσφιγγε με λατρεία,
Και δίπλα του στεκότανε
μια σωστή κυρία,
ήταν η Βίκυ Μοσχολιού,
των τραγουδιών η αγία!
Η Βίκυ ήρθε πλάι μου
και ένοιωσα μια γαλήνη
Το χέρι της σφικτά κρατώ
να πιαστώ να κρατηθώ
για να αντέξει η καρδιά
τρένα που πήραν μακριά
όνειρα, αγάπες και χαρά
στου κόσμου το ταξίδι.
Ήταν μια μαγική βραδιά
που χε ανάγκη η καρδιά
να συναντήσει τα παλιά
στου κόσμου την ανηφοριά!
Ήταν μια νύχτα ονειρική
που χε ανάγκη η ψυχή
με χρώματα κι αρώματα
έως τα ξημερώματα!
Στους μεγάλους δρόμους του ουρανού
οι αναμνήσεις κένταγαν το νου
σαν αντιλαλούσαν τα τραγούδια
ράντιζα τα αστέρια με λουλούδια
μα τα δειλινά, μια φωνή κρυφά μου είπε
πως δεν θα γυρίσουν πια…
Καληνύχτα Βίκυ να μου προσέχεις το Γρηγόρη…

Άννα,
ΑπάντησηΔιαγραφήόπως παρέθεσα στοίχους τραγουδιού,
γιά τόν πατέρα σου,
θά κάνω τό ίδιο γιά τή Βίκυ:
"Μή τά φιλάς τά μάτια μου,
μή τά φιλάς τά μάτια μου,
τό χωρισμό φοβάμαι
στά χείλια φίλα με όσο θές,
δικιά σου πάντα θά με.
Γιατί από τά χρόνια τά παλιά
στά μάτια λένε χωρισμός
είν τά φιλιά."
Απόστολος Καλδάρας εεεε?
Αναστάσης.