GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Εκάβη Σέχη, Πέντε Ποιήματα

Οι θλιμμένες ποιήτριες Οι θλιμμένες ποιήτριες αγαπούν τη θλίψη τους . Μπορούν και ξεχωρίζουν το φθινόπωρο από την άνοιξη μέσα από τα ...

Οι θλιμμένες ποιήτριες
Οι θλιμμένες ποιήτριες αγαπούν τη θλίψη τους .
Μπορούν και ξεχωρίζουν το φθινόπωρο από την άνοιξη
μέσα από τα εποχιακά ποιήματά τους.
Ξέρουν να βρίσκουν τα πεζοδρόμια
που χύθηκαν χωρισμοί επάνω τους
και μπορούν να χαράζουν εξιλέωση.
Ξέρουν να γράφουν ακόμα και όρθιες.
Κουβαλάνε πάντα ένα βιβλίο,
τη φωτογραφική τους μηχανή
και ψίχουλα από το πρωινό που πήραν
με τον αγαπημένο τους.
Ξέρουν να διανύουν το χώρο
και να σκοτώνουν το χρόνο με ευλάβεια.
Μπορούν να σου δοθούν
δίχως δεύτερη σκέψη,
δίχως όρια,
δίχως κανόνες
με απόλυτη ανάγκη να γίνουν ένα με εσένα.
Οι θλιμμένες ποιήτριες ξέρουν από κάβλα,
ξέρουν και από ταπείνωση και από ντροπή.
Μπορούν να κοιμούνται την ημέρα
με τα παντζούρια κλειστά
και να ονειρεύονται ξύπνιες.
Ξέρουν να σπαταλάνε τις σκέψεις τους
σε εικόνες που θέλουν να ζήσουν,
να λάβουν μέρος σε βρώμικες
αλλά όχι βρωμερές καταστάσεις
και να καθαρίσουν το τοπίο.
Μόνο τούτο δεν ξέρουν να κάνουν:
Να μετατρέψουν το μελαγχολικό τους βλέμμα
σε χαμόγελο μικρού κοριτσιού.


*
Μοναχική διαδικασία αορίστου χρόνου
Πριν ξεκινήσω να γράφω ένα ποίημα
ανάβω πρώτα ένα τσιγάρο.
Προσπαθώ να αδειάσω το μυαλό μου
από σκέψεις,
μνήμες,
αγγίγματα,
ασίγαστα πάθη
και την άφατη τρυφερότητα της μοναχικότητας.
Περιπλανιέμαι σε όλο το σπίτι
-κατά προτίμηση φορώντας ελάχιστα-
και έχοντας για συνοδοιπόρο τον τοκετό των λέξεων.
Ακουμπάω τα χέρια μου στη μεγάλη τραπεζαρία
γέρνοντας ελαφρά το σώμα μου προς το μέρος της
και αφήνομαι.
Δίχως να ξέρω που.
Μένω προσκολλημένη κοιτώντας
τα λεπτά μου δάχτυλα
και αναρωτιέμαι αν ο έρωτας
είναι φύσει μοναχικός.
Δε μπορώ να κρατήσω το μυαλό μου για πολύ
άδειο.
Καθαρό.
Διαυγές.
Παρθένο
και κρυστάλλινο.
Ανακαλύπτω παρατηρώντας με στο μεγάλο καθρέπτη
πως είμαι σαν σπασμένη κούκλα.
Δεν έχω έμπνευση απόψε.
Ούτε νιώθω ευλογημένη.
Λίγο ο ναρκισσισμός του ποιητή
που θέλει να νιώθει ένας μοναδικός ανόητος
όταν χύνει λέξεις.
Λίγο το άστρο που έγινε πεφταστέρι,
άλλα του δόθηκε λάθος ευχή.
Λίγο που οι καιροί είναι γκρίζοι
και τα χρώματά μου ξεραμένα.
Όχι δεν νιώθω ευλογημένη.
Αντιδρώ.
Αραδιάζω όλα μου τα συναισθήματα στο τραπέζι.
Κοιτάω το ρολόι και οι δείκτες εξαφανίστηκαν,
το βλέμμα μου αμέσως καρφώθηκε στο παράθυρο
σα να ήθελα να δω πως έρχεσαι,
πως δεν κόλλησε ο χρόνος
σε κάποια μέρα που έφυγες.
Αναζητώ απελπισμένα την ασφάλεια των χεριών σου.
Δεν υπάρχεις όμως, δεν υπάρχεις!
Αυτός ο κόσμος με τους ζωντανούς και τους νεκρούς του
με κάνει να νιώθω μεγάλη μοναξιά,
χωρίς ελάχιστη μοναχικότητα.
Πέρασαν οι ώρες και ούτε απόψε κατάφερα
να γράψω κάτι της προκοπής.

*
Ξυπόλυτη
Ξύπνησα αμφιλεγόμενα νωρίς.
Έκοψα τέσσερις με πέντε ρώγες γλυκό σταφύλι
και τις έφαγα μία μία σαν ένα στοίχημα
που έπρεπε να κερδίσω.
Να γλυκάνω για λίγο εκείνο το όνειρο
που αμυδρά θυμάμαι,
νιώθω όμως καθώς πέφτει το πρόσωπό μου
πως ήταν άσχημο.
Ήπια καφέ, με μαύρη ζάχαρη -όπως πάντα-
και κάπνισα αναλογιζόμενη πως δεν θέλω
να κάνω τίποτα όλη μέρα,
παρά μονάχα να περιφέρομαι σα μοναχική γυναίκα
που επιδιώκει να κάνει παρέα με αναμνήσεις.
Έφαγα πριν το μεσημέρι κάτι ελαφρύ
χωρίς να θυμάμαι τα συστατικά του,
που πάντα διαβάζω.
Μίλησα για λίγο στο τηλέφωνο
για τα όνειρα που μας παράτησαν.
Έστειλα κάποια μηνύματα για θέματα επαγγελματικά,
που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του διαβόλου.
Διάβασα στην εφημερίδα για τα νέα μέτρα
–μέτρα της κάσας που χωράει ολόκληρο λαό-
γέλασα για δευτερόλεπτα με τα χάλια μου
και καθάρισα τον καθρέφτη.
Ποτέ δεν αισθανόμουν ασφαλής
με τους θαμπούς καθρέφτες
και αργά το μεσημέρι αναζήτησα σε εκείνο το βιβλίο
να γίνει μόνιμος εραστής.
Όμως δεν είναι αυτά τα νέα της ημέρας μου
Το νέο που πρέπει να σας ανησυχεί
είναι που ακόμα δεν έμαθα
πως είναι να περπατάς ξυπόλυτη
στην πόλη ένα απόγευμα του Φθινοπώρου.

*
Ο θρήνος του Έρωτα
Φοβάμαι! Φοβάμαι, σου λέω.
Μήπως περάσουν κι άλλες εποχές
και μέσα από αυτήν την απόσταση
ερωτευτούμε κι άλλο.
Φοβάμαι! Φοβάμαι μήπως όταν σε δω
επιβεβαιώσω πως δεν ερωτεύτηκα εσένα,
αλλά τις ανυπεράσπιστες προσδοκίες
που μου γέννησες.
Μίλα, να χαρείς!
Πες με ανάσα σου.
Πες με μικρή σου.
Ψιθύρισε μου:
«Θέλω να παντρευτούμε οι δύο μας,
στην Ινδία, με τους ελέφαντες
και χρόνια αργότερα
να με χωρίσεις».
Και ας μην καταλαβαίνω
τον εθισμό σου στον πόνο.
Πες πως ο χρόνος στα αλήθεια δεν υπάρχει.
Τι να τα κάνουμε εμείς τα ανθρώπινα;
Εμείς ερωτευόμαστε σαν τους νεκρούς ποιητές:
Αιώνια εγκλωβιζόμαστε στα πάθη μας
και πεθαίνουμε από την υπερβολή.

*
Απόσταση
Εντάξει πάνε χρόνια από τότε,
που ερωτεύτηκα πρώτη φορά,
αλλά πάλι με την ίδια έκσταση
κοιτάω πάνω από τους τοίχους,
με την ίδια θαλπωρή αναμένω να έρθεις,
με το ίδιο δέος προσπαθώ να δω
μέσα από την ομίχλη
και εάν φοβάμαι την έκθεση
είναι επειδή ελλοχεύουν κίνδυνοι
να μου κλέψουν εκείνο το βλέμμα
που μόνο για εσένα έχω.
Τρέμω στην ιδέα μήπως συνεχίσω
κι άλλες εποχές έτσι από μακριά να σε ερωτεύομαι.
Κάποτε μου είπαν πως δεν ερωτεύεσαι το υποκείμενο,
αλλά τις προσδοκίες που σου γεννά το πρόσωπό του.
Όπως και να έχει, γαμημένο δίκοπο μαχαίρι η απόσταση.
Ερωτεύεσαι τον άλλον επειδή μόνο έτσι
γίνεσαι καλύτερος,
έστω και από απόσταση.

***********************************
Περισσότερα ποιήματα της Εκάβης Σέχη στο ΠΟΙΕΙΝ εδώ: http://www.poiein.gr/index.php?s=%C5%EA%DC%E2%E7+%D3%DD%F7%E7&submit=%CF%CA

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση