GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

100$ τον μήνα...

Γράφει η Amelie Law Η Λίνα . Σαράντα παρά κάτι. Όμορφη. Καλοστεκούμενη για τα χρόνια της. Τι καλοστεκούμενη, κορμάρα είναι, να λέμε του στ...

Γράφει η Amelie Law

Η Λίνα. Σαράντα παρά κάτι. Όμορφη. Καλοστεκούμενη για τα χρόνια της. Τι καλοστεκούμενη, κορμάρα είναι, να λέμε του στραβού το δίκιο. Δείχνει μικρότερη. Γύρω στα τριάντα και κάτι. Και το χαίρεται, όπως όλες.
Η Λίνα. Βαφτισμένη Ευαγγελία. Το σιχαίνεται. Αν μπορούσε θα λεγόταν Αφροδίτη ή Λήδα. Ναι, Λήδα. Λήδα είναι ένα ωραίο όνομα.
Η Λίνα. Σκυμμένη για άλλο ένα βράδυ στα χαρτιά της ψάχνει τον εαυτό της στην μυθοπλασία. Όταν μεγαλώσει θα γίνει...
συγγραφέας. Έτσι νομίζει τουλάχιστον. Έτσι ελπίζει. Η ελπίδα πεθαίνει πρώτη, τελευταία πεθαίνει η λύπη.
Η Λίνα. Βουτηγμένη στην λύπη. Δεν το αποδέχεται. Δεν είναι δικιά της η λύπη, των ηρωίδων της είναι. Ανάβει το τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου και πίνει μαύρους καφέδες. Ψάχνει στις ιστορίες της το αίσιον τέλος. Οι δικές της ποτέ δεν έχουν.
Η Λίνα. Δεν έχει έμπνευση και οι λέξεις της σκουντουφλάνε στην άκρη του μολυβιού της. Τσακώνονται ποια θα βγει πρώτη και ποια θα μείνει να απαγκιάσει στην σκιά. Στο τέλος μένουν όλες εκεί, αναποφάσιστες. Προτιμούν να κάνουν τραμπάλα. Τράμπα τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι. Τινάζει το μολύβι θυμωμένη. Σπάει τη μύτη μαζί τις εύθραυστες σκέψεις της. Γράφει και σβήνει, σβήνει και γράφει, προσπαθεί να νικήσει την παρόρμηση να γεμίσει την κούπα με βότκα. Λίγη μόνο, μόνο για σήμερα. Για να ζαλιστούν οι λέξεις και να κυλήσουν αβίαστα. Ίσως αυτό το γραφτό τής ανοίξει την πόρτα του εκδοτικού οργανισμού που χτυπά τόσο καιρό χωρίς αποτέλεσμα. Στου κουφού την πόρτα.
Η Λίνα. Κατευθύνεται στο ντουλάπι της κουζίνας, βγάζει τα κατσαρολικά και τα ταψιά, πετάει τα τάπερ ρουθουνίζοντας, κάνει θόρυβο, και βλαστημάει δυνατά τους κουφούς του κόσμου. Άλλοι μπινελικώνουν τους πολιτικούς, το ταίρι τους, την πουτάνα την κοινωνία. Η Λίνα τα έχει με τους κουφούς. Και με το χέρι της που δεν βρίσκει το μπουκάλι. Δεν είναι εκεί. Το πέταξε χτες που αποφάσισε να σταματήσει. Όγδοη φορά αυτόν τον μήνα.
Η Λίνα. Ξεκλειδώνει νευρικά και βγαίνει με τις παντόφλες κι ένα σκισμένο φούτερ να βρει τις στροφές που θα αναγκάσουν τις λέξεις της να ξεκολλήσουν επιτέλους. Ίσως αν θολώσουν, αν ζαλιστούν. Το περίπτερο της γειτονιάς κλειστό. Συνεχίζει ασθμαίνοντας. Ανηφοριά. Δεν πειράζει. Είναι αργά πια. Δεν πειράζει. Κάνει ζέστη και ιδρώνει καθώς περπατάει. Δεν πειράζει.
Η Λίνα. Αγοράζει μπύρες, φτηνό κρασί και δυο πακέτα τσιγάρα. Νιώθει την σακούλα ελαφριά και το χέρι της δροσερό. Γελάει με την παραδοξότητα. Ανοίγει μια μπύρα. Την πίνει μονορούφι περπατώντας και βήχοντας. Σκοντάφτει σε μια χαλασμένη πλάκα. Κατεβάζει ένα μπινελίκι. Ανοίγει άλλη μία μπύρα. Γελάει ξανά. Είναι σίγουρη ότι οι λέξεις θα βρουν το δρόμο τους. Γελάει. Είναι σχεδόν αισιόδοξη. Επιτέλους.
Η Λίνα. Παρατάσσει τα ντενεκέδια, υπάκουους στρατιώτες μπροστά στα χαρτιά της, τους θέλει έτοιμους στο πρώτο παράγγελμα, εμπρός, μαρς, κλίνατε επ’ αριστερά τα τσιγάρα και ο αναπτήρας, δεξιά το τασάκι, άδειο, να μετράει τα τσιγάρα. Με πόσα καμένα κύτταρα πληρώνεις τα όνειρα;
Η Λίνα. Καταπίνει υγρά και καπνό, κάνει δαχτυλομπογιές τη χολή της και ζωγραφίζει ήρωες και δειλούς, ψεύτικους θεούς και αληθινούς πόνους. Πίνει, ανασαίνει, βήχει, ανάβει, σβήνει, πίνει και χάνεται. Ο κόσμος των αισθήσεων ταλαντεύεται και θολώνει, η περιφερειακή της όραση σβήνει, όλη η ζωή της το χαρτί, καταπίνει την επόμενη μπουκιά αέρα ίσα για να γεννήσει μια ακόμα λέξη.
Η Λίνα. Γράφει και σβήνει, σβήνει και γράφει. Ξέρει ότι δε θα γίνει συγγραφέας. Ούτε καν συντάκτης.Πουτάνες λέξεις. Παίρνει το ρολόι με τ’ αυτιά μίκυ μάους στο χέρι, τρέμουν τ’ αυτιά, οι δείχτες παίζουν, μάλλον είναι πέντε παρά δέκα. Τόσο θα είναι. Στις επτά και μισή πρέπει να ξυπνήσει. Πίνει την τελευταία γουλιά. Το ντενεκέδι κάνει τέσσερα γκελ μέχρι να προσγειωθεί στην πολυθρόνα απέναντι. Ο τοίχος λερώνεται με μπύρα. Στην άκρη του στόματός της ένα κομματάκι ξεραμένη χολή. Κάθε βράδυ τα ίδια. Κάθε πρωί τα ίδια. Κάθε μέρα τα ίδια. Άντε γαμήσου.
Η Λίνα. Το βράδυ χάνεται, το πρωί επιστρέφει. Κανένας δεν την παίρνει χαμπάρι. Νομίζει. Ελπίζει. Θέλει. Πλένεται, βάζει αρώματα, μοσχομυρίζει η Λίνα, είναι γοητευτική η Λίνα, είναι θολωμένη η Λίνα αλλά συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, οδηγεί, παρκάρει, κάθεται στο γραφείο, σηκώνει το τηλέφωνο, στέλνει μηνύματα, λύνει θέματα, καταγράφει εκκρεμότητες, μεταφέρει εργασίες. Χειρίζεται τον εαυτό της σα να είναι εξωσκελετός σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Δίνει εντολές στα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι της. Κάθε κίνηση και μια διαδικασία. Συμβουλεύεται το εγχειρίδιο του συστήματος διασφάλισης ποιότητας και διαδικασιών που γεννήθηκε μαζί της και εμπλουτίστηκε στη διάρκεια της ζωής της. Ω τι στέλεχος πατέρα! Για απλό νεύμα ένα κλικ, για λογικοφανή απάντηση δυο κλικ και η ένταση στο τέσσερα στο δεύτερο ποντεσιόμετρο, τέσσερα κλικ και αλλαγή ταχύτητας για να αφήσει το έγγραφο στο διπλανό γραφείο και ψιλή κουβεντούλα με τη συνάδελφο.
Η Λίνα. Κρατιέται από αγχωμένες γουλιές αλκοόλ στην τουαλέτα, τέσσερις τσίχλες μέντα και τρεις γουλιές στοματικού διαλύματος που σκοτώνει τα μικρόβια που προκαλούν δυσάρεστη αναπνοή. Μισό κλικ για πλύσιμο μούρης και λίγο κραγιόν. Πέντε κλικ και όπισθεν ολοταχώς για την εβδομαδιαία συνάντηση με τους προϊσταμένους τμημάτων. Αργά το απόγευμα ο εξωσκελετός έχει σχεδόν καταστραφεί. Γεμάτος ραγίσματα αντιδρά σπασμωδικά, δεν υπακούει, αρνείται. Να φύγει. Τέλος ωραρίου και των δύο επιπλέον ωρών που δικαιολογούν τον μισθό της. Ευτυχώς. Άλλη μια μέρα. Μάλλον τα κατάφερε. Ή έτσι νομίζει. Στο αυτοκίνητο ξεφυσάει. Κάνει ζέστη. Να φύγει. Δεν είναι ζωή αυτή. Αυτή να γίνει συγγραφέας ήθελε. Ή έστω να ψήνει κουλούρια αγναντεύοντας το γρασίδι ή τη θάλασσα, το ίδιο κάνει. Έγινε στέλεχος. Τζάμπα πουτάνα δηλαδή. Ναι κύριε προϊστάμενε, μάλιστα κύριε διευθυντά, σε μια ώρα θα είναι στο γραφείο σας η αναφορά. Πίπα να σας πάρω τώρα κύριε αφεντικέ ή προτιμάτε στο διάλλειμα την ώρα που τρώτε το κρουασάν σας; Δειλή. Ούτε καν πουτάνα κανονική δεν έγινε. Από αυτές που πληρώνονται. Είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα ευρώ, δε γαμιέται. Χωρίς προφυλακτικό κονομάνε και παραπάνω. Έχει το ρίσκο του. Αυτό μάλιστα! Θα της έδινε και υλικό για γράψιμο. Οι πουτάνες και οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. Ούτε τρελή ούτε πουτάνα. Αρχίδια τύχη.
Η Λίνα. Αφήνει το νερό να τρέχει στο δέρμα της. Οι σταγόνες αγκαλιά με τις σκέψεις της σχηματίζουν μικρά ρυάκια. Πάλι λοξοδρομεί το μυαλό της. Σκατά. Τραβάει την κουρτίνα βιαστικά. Μια γουλιά μόνο. Αύριο θα το κόψει. Άλλο ένα αύριο που θα το κόψει. Μαλακίες. Τρίβει δυνατά τις σκέψεις να τις διαλύσει. Η πετσέτα γεμίζει χνούδια και θάνατο. Νεκρά κύτταρα και μαλακίες, θα πεθάνεις στο τέλος και μαλακίες, γαμάς το συκώτι σου και μαλακίες, πρέπει ν’ αλλάξεις ζωή ρε Λίνα και μαλακίες. Δε θέλει να αλλάξει. Μια χαρά είναι. Ποιος τους ρώτησε; Ποιος νοιάζεται; Ποιος τους χρειάζεται; Να πάνε να γαμηθούν όλοι. Και η μάνα της να πάει να γαμηθεί. Κυρίως αυτή. Που την κοιτάει με αυτό το βουβό παράπονο κάθε φορά που της φέρνει φαγητό στα ταπεράκια. Και τα ταπεράκια να πάνε να γαμηθούν. Και ο Κώστας/Γιώργος/Νίκος/οπώςτονλένετέλοςπάντων να πάει να γαμηθεί. Που της λέει ότι θα μείνει δίπλα της αν θελήσει να προσπαθήσει. Ποιος του είπε ότι θέλει να μείνει μαζί του; Να πάει να γαμηθεί κι αυτός. Κυρίως αυτός. Με άλλη. Δεν τον θέλει. Μάλλον δε θέλησε ποτέ κανέναν. Ο υγρός της κόσμος δεν χωράει πολλούς. Καλά καλά δε χωράει την ίδια.
Η Λίνα. Ξηγημένο παιδί, σπαθί. Σε όλους ξηγιέται από την αρχή. Πριν το κουδούνι του πρώτου γύρου. Από τα αποδυτήρια ακόμα. Πριν αντιληφθούν την κατάσταση και αρχίσουν τα μουρμουρητά. Πριν την λυπηθούν. Δεν είναι για λύπηση. Γουστάρει να πίνει. Για την πάρτη της πίνει. Κανέναν δεν ενοχλεί. Όποιος δεν γουστάρει τη βόλτα του. Γουστάρει που ζει μόνη, γουστάρει που δεν έχει παντρευτεί, γουστάρει που δεν έχει κάνει παιδιά, γουστάρει που γίνεται λιώμα, γουστάρει που αντέχει το ποτό, γουστάρει που δεν έχει ίχνος κυτταρίτιδας και το κορμί της δείχνει νεανικό. Γουστάρει που δεν έχει ρυτίδες, που είναι σαράντα παρά κάτι και μοιάζει τριάντα και κάτι ψιλά. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η «κανονική ζωή», η ολοκλήρωση της γυναίκας, οι νουθεσίες και οι συμβουλές είναι παπαριές καμαρωτές. Δείχνει καλύτερα απ’ όλες τις νοικοκυρεμένες φίλες της που έχουν ξεχειλώσει, έχουν αμολήσει κουτσούβελα, έχουν βαρεθεί τον άντρα τους και φαντασιώνονται τον αλήτη πρίγκιπα που θα έρθει να τις περιμαζέψει από τα συντρίμμια της παραμυθένιας ζωής στην οποία μπήκαν περήφανα φορώντας το χλευάζον τη χαμένη στο πίσω κάθισμα του πειραγμένου Φορντ Φιέστα του Σάκη παρθενία, νυφικό τους, για να τις κυκλοφορήσει, να τις μεθύσει, να τις κάνει να νιώσουν όσο πουτάνες αντέχουν να είναι. Οι εποχές άλλαξαν. Δεν θέλουν παρθένες οι άντρες. Μέχρι πέντε-δέκα καλά είναι. Μετά γίνεται πουτάνα η γυναίκα. Α όλα κι όλα. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα…
Η Λίνα. Για την πάρτη της είναι η Λίνα. Για τη χαρά και τη λύπη της, για τα όνειρα και τις σφαλιάρες της, για τις επιδιώξεις και τις ήττες της, για τη ζωή της που στράβωσε και δεν ισιώνει με καμία καλίμπρα. Δε θέλει παρηγοριές, δε θέλει βοήθεια. Δε γουστάρει να φορτώνεται σε κανέναν, μόνη τα περνάει όλα, αυτή και το μπουκάλι της. Ποτέ δεν την προδίδει, ποτέ. Πάντα της δίνει την απαραίτητη θολούρα για να συνεχίσει να ξεχνάει.
Η Λίνα. Ξηγημένο παιδί, σπαθί. Δεν κλαψουρίζει, δεν πουλάει μούρη, δεν το παίζει γκόμενα, δεν μοιράζεται πάθη και λάθη με κανέναν. Δε θέλει τη γνώμη τους, δε θέλει τη ζωή τους. Βαράει τις ξήγες από την αρχή για να μη φτύνει στον καθρέφτη της μετά. Τσαντίζεται που ο Γκρέιτ Ριτζέκτερ δεν είναι γυναίκα, που «αυτός που δεν είναι αυτός που θες» έχει αρχίδια γαμώ το ελληνικό μου ροκ μέσα γαμώ και που η Μάργκαρετ Μίτσελ έβαλε τη θεϊκή ατάκα στο στόμα του αχώνευτου «κυριλέ αρχιυπηρέτη». Της λείπουν τα τραγούδια που θα ντύσουν τη θλιμμένη της απάθεια. Μπορεί να τα γράψει αυτή. Ίσως.
Η Λίνα. Ξηγημένη με τους άντρες. Από την αρχή. Άδικος κόπος. Όσο τους φτύνει τόσο πιο πολύ κολλάνε. Παλιό το κόλπο. Μόνο που η Λίνα δεν τους φτύνει για να κολλήσουν αυτοί αλλά για να μην κολλήσει η ίδια κι αρχίσει να ονειρεύεται τη ζωή που αποφάσισε να μην έχει. Είδαμε και τις προκοπές της μάνας της. Μια ζωή γεμάτη από γεμιστά και μελιτζάνες παπουτσάκια. Γέρασε πριν την ώρα της. Όλα σωστά τα έκανε. Σωστή κυρία, άψογη επαγγελματίας, άριστη νοικοκυρά. Η αποστολή εξετελέσθη. Δυο παιδιά, ένα σκυλί, δουλειά γραφείου σε δημόσια υπηρεσία, πλύσιμο, μαγείρεμα, σιδέρωμα, στην τρίχα τον είχε. Μέχρι που ανακάλυψε την ξανθιά τρίχα της εικοσάχρονης Βουλγάρας που του μάσαγε τη σύνταξη και τα απομεινάρια του εφάπαξ. Χώρισαν στα εξήντα. Ρεζιλίκια. Η αδερφή της πρόλαβε. Χώρισε στα τριανταπέντε με δυο παιδιά κι έναν παπαγάλο. Τουλάχιστον δεν χρειάζεται να τον βγάζει βόλτα. Κάτι είναι κι αυτό.
Η Λίνα. Δεν ασχολείται με κανένα. Ίδιοι είναι όλοι στα μάτια της. Δεν τη νοιάζει αν το καταλαβαίνουν. Μάλλον. Δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι, δυο μάτια, ένας πούτσος, μια φωνή. Αργά το βράδυ, δεν έχει καμιά σημασία πια ποιος είναι δίπλα της. Τους βλέπει σα να είναι σκεπασμένοι από βαλτωμένα νερά και οι φωνές τους έρχονται κύματα κύματα. Οι λέξεις μπερδεύονται. Μα τι της λένε; Γνέφει καταφατικά, γελάει συγκαταβατικά, είναι γοητευτική, έχει ωραίο χαμόγελο η Λίνα, απλώνει το κορμί της και χαίρεται το αντρικό βλέμμα που περιδιαβαίνει το κορμί της. Το αλκοόλ τής δίνει τα φτερά που δεν έχει πια. Είναι επιθυμητή, όμορφη ακόμα. Είναι καλά. Και νιώθει… Πώς νιώθει ρε φίλε. Κάθε αίσθημα πολλαπλασιάζεται μέσα στην πηχτή υγρή μήτρα που κολυμπάει. Νιώθει καθετί με περισσή ένταση. Ωραίες είναι οι βραδιές της. Το πρωί είναι πιο δύσκολα. Αν ξυπνήσει νηφάλια. Συνήθως δεν προλαβαίνει να ξενερώσει. Ευτυχώς.
Για το φιλαράκι της τον Ιάσονα (τυχερός ο Ιάσονας, τουλάχιστον έχει ωραίο όνομα), είναι πιο δύσκολο. Πρέπει να του σηκωθεί κιόλας. Να φιλήσει, να χαϊδέψει, να μουρμουρίσει, να κοιτάξει, να ψάξει, να ανακαλύψει, να καρφώσει τη σημαία περήφανος εξερευνητής κόλπων, να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Και κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει. Εδώ σε θέλω μάστορα. Ενώ η Λίνα… Η Λίνα δε χρειάζεται να κάνει τίποτα. Όσο ο κώλος της είναι στη θέση του και η μούρη της ατσαλάκωτη, θα εκλαμβάνουν τη θολούρα στα μάτια της για καύλα. Καλύτερα έτσι.
Έτσι θολά που είναι τα μάτια της δεν κάνουν διαφορά όταν ο προϊστάμενος τής ανακοινώνει την απόλυσή της, μασώντας μισόλογα για μειωμένη απόδοση και αναγκαίες περικοπές. Εν καιρώ κρίσης η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα προηγείται όλων. Κι εκείνη ξεχνάει. Πού και πού ρε γαμώτο. Πού και πού. Την κοιτάει διερευνητικά. Την πήραν χαμπάρι. Ο εξωσκελετός έχει πολλά ραγίσματα. Δεν επιδέχονται επισκευή. Σκατά.
Η Λίνα. Υπογράφει τα χαρτιά. Πιέζει το στυλό μπας και το σπάσει και ξεχυθεί η ψυχή της μαζί με το μελάνι και τελειώνει μια και καλή. Αρχίδια. Είναι καλής ποιότητας το στυλό του αρχιμαλάκα. Τον κοιτάει με μίσος. Τα μάτια της είναι θολά. Λες να νομίσει τη θολούρα για καύλα και να έχει κι άλλα ντράβαλα; Το κάνει μπαλάκι σαν αυτά που έφτιαχνε με το ψωμί και το κρύβει κάτω από τη γλώσσα της. Θα έχει καιρό να τον μισήσει.
Η Λίνα. Γυρνάει στο σπίτι και παίρνει το μπουκάλι αγκαλιά. Άνεργη. Η Λίνα. Και τώρα; Το κουδούνι χτυπάει. Σκατά. Το είχαν κανονίσει από χτες. Ο πώςτονλένεδενθυμάμαι στην εξώπορτα με το καλό του χαμόγελο. Εμπνεύσεις κι αυτές. Έπρεπε να τον διώξει μετά το πρώτο γαμήσι. Μαλακία. Επικίνδυνος. Μαλακία. Βάζει τον εξωσκελετό σε λειτουργία. Δεκαπέντε κλικ χρειάστηκαν για να πει «όλα καλά» όταν την ρωτάει για τη δουλειά. Δώδεκα για να χαμογελάσει και να κάνει τον καραγκιόζη. Πίνει ακατάπαυστα. Ο πώςτονλένεδενθυμάμαι την παρατηρεί με εκείνο το βλέμμα. Μερικές φορές θέλει να του βγάλει τα μάτια και να του τα δώσει να τα φάει για πρωινό. Ένα «μη με κοιτάς» έχει γίνει. Αδειάζει το ποτήρι. Ξανά και ξανά. Ανοίγει τα πόδια και χαμογελά παθιάρικα. Ας παίξουν. Τι έχει να χάσει που δεν έχει χάσει ήδη;
Ο πώςτονλένεδεθυμάμαι. Την κοιτάει επίμονα. Την αγκαλιάζει. Η Λίνα γίνεται ένα «μη με αγκαλιάζεις… αν θέλεις να με γαμήσεις, όλα καλά». Ψάχνει το ποτήρι. Ο πώςτονλένεδεθυμάμαι της το δίνει. Το βλέμμα του πιο υγρό από την βότκα. Άντε γαμήσου. Κι εσύ και τα υγρά σου μάτια. Κι οι αγκαλιές σου. Και τα φιλιά σου. Και οι σιωπηλές σου παραινέσεις. Αυτές. Οι χειρότερες όλων. Το ήξερες. Όλοι το ήξεραν.Άντε γαμήσου.
Τέλος.
Ο πώςτονλένεδεθυμάμαι. Βουτάει το κορμί του από τον ώμο και το σέρνει μακριά. Κουτρουβαλάει τις σκάλες. Ξέρει ότι δεν θα την ξαναδεί. Δεν θα τον αφήσει. Μέτρησε την απόγνωση και είχε περίσσευμα. Φεύγει γρήγορα. Θέλει να θυμώσει. Δε βρίσκει θυμό. Μόνο λύπη. Η ελπίδα πεθαίνει πρώτη, τελευταία η λύπη.
Ο πώςτονλένεδεθυμάμαι. Κοιτάει το φωτισμένο της παράθυρο. Μετράει ώρες. Οι άντρες δεν κλαίνε, τα έχουμε πει αυτά. Οι άντρες βαράνε γροθιές στους τοίχους. Όπως τώρα. Σκατά. Θα χαλάσει το έργο του. Γαμημένο σπρέι. Αργεί να στεγνώσει. Χαμογελάει λυπημένα στη φράση που ζωγράφισε: «Αξίζεις παραπάνω από 100$ τον μήνα». Σιγά μην το δει. Κι αν το δει, τι θα καταλάβει;
Γαμώ τον Bukowski και τον Burroughs, γαμώ. Καριόληδες Αμερικάνοι. Πώς το δουλεύετε το μάρκετινγκ…
[Αμελής σημείωση:
Το 1969, ο Τζον Μάρτιν (John Martin), εκδότης των Black Sparrow Press, δίνει 100$ το μήνα στον Μπουκόφσκι για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή. Ο Τσαρλς παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο για να αφοσιωθεί στο γράψιμο]

5 σχόλια

  1. «Αύξηση στις συντάξεις»

    Σύντομα θα ανακοινωθεί και σε βάθος τριετίας θα υλοποιηθεί .

    Τα κουκιά δεν βγαίνουν όσο και αν τα μετρήσεις.

    Δεν μπορεί ένα κράτος με 16.000.000 πολίτες ( 10.000.000 Έλληνες και 6.000.000 μετανάστες ) να έχουμε :

    Α ) 1.500.000 , παραγωγικές ανθρώπινες μονάδες

    Β )8.500.000 συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους

    Γ ) 6.000.000 , παρανόμους λαθρεπιβάτες που πίνουν από το μόχθο και από το αίμα των συνταξιούχων και των Εργαζομένων Ελλήνων.

    Ευτυχώς έχουμε άξιους κυβερνήτες που έκαναν πάλι την Πασοκανακάλυψη και τη θέτουν άρον άρον σε εφαρμογή .

    Δεν βγαίνει με τίποτα να δουλεύουν δυο νέοι και να συντηρούν οκτώ γερούς και έξι παράσιτα .

    Έτσι λοιπόν το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή , κόβοντας φάρμακα , εξετάσεις ,νοσήλια και μειώνοντας τις συντάξεις από τους Έλληνες συνταξιούχους και μη.

    Είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι στα επόμενα πέντε χρόνια θα έχουν εξολοθρευτεί σύμφωνα πάντα με το σχέδιο 3.500.000 – 4.500.000 συνταξιούχοι.

    Έέρεε γλέντια

    όπως στην Αργεντινή, έτσι και εδώ τα σκουπιδιάρικα δεν θα μαζεύουν το πρωί από τους δρόμους σκουπίδια αλλά πτώματα σε σήψη .

    Αδόλφε δεν είσαι παρά ένα μηδενικό μπροστά στα σατανικά-Πασοκικά σχέδια .

    Συνέχεια του σχεδίου:

    Τα 4.500.000 νεκρών συνταξιούχων θα αντικατασταθούν από φθηνά εργατικά χέρια μεταναστών , φτάνοντας έτσι σε ένα υγειές οικονομικά κράτος , όπου θα έχουμε περισσότερες ανθρώπινες παραγωγικές μονάδες από ότι συνταξιούχους .

    Στην υγειά μας και στα παπάκια μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αμελί-α,(πώς σε βάτησε ο-η Νονός?)
    Άν κατέβω απο τα βουνά ,έχω
    πιθανότητες?
    Το ρεκόρ μου είναι 4,τέσσαρες
    Αναστάσης.
    Υ.Γ:Πάω να διαβάσω τον Κόκκορα του
    Αρκά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ντί να κλαψουρίζει (γιατί ΝΑΙ κλαψουρίζει)γιατί δε λες στη Λίνα να γράψει ένα "ερωτικό" μυθιστόρημα ή μια νουβέλα τέλος πάντων, όπως τόσες "αξιόλογες συγγραφείς" σήμερα που έκαναν την υπερπολύτιμη ζωούλα τους και την ευαίσθητη κωλοτρυπίδα τους μυθιστόρημα, να κονομήσει, να ησυχάσει επιτέλους και να σταματήσει να τρώει τις σάρκες της.
    Αααα μη ξεχάσω, οι άνθρωποι, ΟΛΟΙ οι άνθρωποι, είναι άνθρωποι και έχουν ονόματα ακόμη κι ο πωςτονλενεδενθυμαμαι,και κανένας δεν μπαλαμουτιάζεται πιά απ' αυτούς που βρίζουν τους πάντες, που τους θεωρούν κατώτερους απ΄τον επίσης υπερπολύτιμο εαυτούλη τους ακόμη κι οταν τον προβάλουν μέσα απ' τη μιζέρια τους.
    Αντώνης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. 6.000.000 , παρανόμους λαθρεπιβάτες

    Τους μέτρησες καλά; Μήπως είναι 100.000.000; Γιατί εμένα τόσοι μου φαίνονται, μη σου πω και παραπάνω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @Αναστάση
    Όταν κατέβεις από τα βουνά (χλωμό το βλέπω) έλα κατά δω να σε βατήσω εσένα. Μούρλια θα σε φτιάξω. Να το προσέξεις το θεματάκι σου Αναστασάκο. Διότι εγώ δεν έχω όρια. Ένεκα η τεχνολογία.

    Διαβάζεις κιόλας; Νόμιζα ότι βλέπεις μόνο εικόνες. Και από αυτές μόνο τις ασπρόμαυρες.

    Άντε σταδιάλα νυχτιάτικα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση