GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Η «λίθος» των Οικονομολόγων

Η φετινή χρονιά σηματοδοτεί την 100η επέτειο δύο διαφορετικών θεσμικών καινοτομιών στην αμερικανική οικονομική πολιτική: της εισαγωγής ...

Η φετινή χρονιά σηματοδοτεί την 100η επέτειο δύο διαφορετικών θεσμικών καινοτομιών στην αμερικανική οικονομική πολιτική: της εισαγωγής του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος και της δημιουργίας της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve). Αξίζει να τιμήσουμε την επέτειο αυτή, μόνο και μόνο επειδή διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεχάσουμε τα όλα όσα έχουμε μάθει από τότε.
Αρχικά, ούτε η φορολογία εισοδήματος, ούτε η Fed σχετίζονταν με ρητές έννοιες δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Πράγματι, δεν ήταν παρά μόνο μετά την εμπειρία του 1930, που άρχισαν να θεωρούνται ως δυνητικά μέσα μακροοικονομικής διαχείρισης. Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς επεσήμανε τα πλεονεκτήματα των δημοσιονομικών κινήτρων σε περιπτώσεις όπως αυτή της Μεγάλης Ύφεσης.  Ο Μίλτον Φρίντμαν κατηγόρησε τη Fed για την Ύφεση επειδή, όπως ισχυρίστηκε, επέτρεψε τη μείωση της προσφοράς χρήματος.
Ο Κέυνς συνδέεται με την πίστη στην ενεργητική οικονομική πολιτική με στόχο την εξασφάλιση αντι-κυκλικών αντιδράσεων στις οικονομικές διακυμάνσεις –επεκτατικές πολιτικές κατά τη διάρκεια υφέσεων και σύσφιξη πολιτικής κατά τις ανοδικές περιόδους. Από την άλλη, ο Φρίντμαν ήταν αντίθετος στην επιλεκτική χάραξη πολιτικής, πιστεύοντας ότι τα κυβερνητικά όργανα δεν είχαν τη δυνατότητα να πετύχουν το σωστό χρόνο για κάθε πολιτική. Και οι δύο, ωστόσο, ήταν αντίθετοι στην προ-κυκλική πολιτική, όπως ήταν η λανθασμένη δημοσιονομική και νομισματική σύσφιξη του 1937 στις ΗΠΑ: πριν προλάβει η οικονομία να ανακάμψει πλήρως, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ αύξησε τους φόρους και τις περικοπές δαπανών, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αύξησε τα υποχρεωτικά ρευστά διαθέσιμα, με αποτέλεσμα την παράταση και την επιδείνωση της Μεγάλης Ύφεσης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σπουδαστές αλλά και φορείς χάραξης πολιτικής εσωτερίκευσαν τα μαθήματα του 1930. Όμως, τα επεισόδια των τελευταίων δεκαετιών –για παράδειγμα, ο υψηλός πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970- μπέρδεψαν πολλά από τα όσα είχαμε μάθει. Ως αποτέλεσμα, πολλές προηγμένες χώρες επαναλαμβάνουν σήμερα τα λάθη του 1937, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται αντιμέτωπες με παρόμοιες μακροοικονομικές συνθήκες: υψηλή ανεργία, χαμηλό πληθωρισμό, και σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Τα υπέρ και τα κατά της σημερινής λιτότητας έχουν συζητηθεί διεξοδικά. Οι υποστηρικτές της λιτότητας επισημαίνουν σωστά ότι η μόνιμη επεκτατική μακροοικονομική πολιτική οδηγεί σε μη βιώσιμα ελλείμματα, χρέη και πληθωρισμό. Οι υπέρμαχοι της τόνωσης επισημαίνουν σωστά ότι κατά τον απόηχο της ύφεσης, όταν η ανεργία είναι υψηλή και ο πληθωρισμός χαμηλός, οι άμεσες συνέπειες της συρρίκνωσης της πολιτικής είναι η συνεχιζόμενη ανεργία, η αργή ανάπτυξη, και οι αυξανόμενες αναλογίες χρέους/ΑΕΠ. Και, οι 
Και, οι υπέρμαχοι της προ-κυκλικότητας, στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, εκπροσωπούν το χειρότερο πρόσωπο και των δύο κόσμων, επιζητώντας επεκτατικές πολιτικές κατά τη διάρκεια περιόδων άνθησης, όπως μεταξύ 2003-07, και πολιτικές συρρίκνωσης κατά τη διάρκεια υφέσεων, όπως κατά την περίοδο 2008-2012.
Ωστόσο, εάν οι επικριτές της προ-κυκλικότητας έχουν δίκιο να προωθούν τη συγκράτηση, αντί της επιδείνωσης των ανοδικών και καθοδικών τάσεων της οικονομίας, και πάλι χρειάζεται να γνωρίζουμε ποια από τις δύο λύσεις λειτουργεί καλύτερα. Δεδομένων των πρόσφατων συνθηκών, είναι η νομισματική ή η δημοσιονομική τόνωση το πιο αποτελεσματικό μέσο;
Ο Τζον Χικς εξέτασε το ερώτημα αυτό ξεκάθαρα στο περίφημο άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1937 με τίτλο «Ο κ. Κέυνς και οι Κλασικοί». Υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, και που τυχαίνει να επικρατούν και σήμερα (υψηλή ανεργία, χαμηλός πληθωρισμός, σχεδόν μηδενικά επιτόκια), η νομισματική επέκταση είναι σχετικά λιγότερο αποτελεσματική, καθώς δε μπορεί να ωθήσει τα επιτόκια κάτω από το μηδέν. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο πιθανό να ανταποκριθούν στα εύκολα χρήματα, με το να επενδύσουν σε νέο φυσικό κεφάλαιο και εργασία, εφόσον δε μπορούν να πουλήσουν τα όσα ήδη παράγουν στα εργοστάσια τα οποία ήδη έχουν με τους εργάτες τους οποίους ήδη πληρώνουν. Η δημοσιονομική τόνωση είναι σχετικά πιο αποτελεσματική υπό αυτές τις συνθήκες, διότι δημιουργεί ζήτηση για αγαθά, χωρίς να στέλνει στον πάτο τα επιτόκια και χωρίς να παραγκωνίζει τη ζήτηση του ιδιωτικού τομέα (όπως θα γινόταν υπό φυσιολογικές συνθήκες).
Τίποτε από αυτά δεν θα έπρεπε να θεωρείται αμφιλεγόμενο. Η «εισαγωγή στα οικονομικά» συνήθιζε να δίνει έμφαση στο κεϋνσιανό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα: οι παραλήπτες των κρατικών δαπανών (η των δαπανών των καταναλωτών που τονώνονται μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων ή μεταβιβάσεων) ανταποκρίνονται στην αύξηση των εισοδημάτων τους με το να δαπανούν περισσότερα, όπως πράττουν και οι αποδέκτες των εν λόγω δαπανών, και ούτε καθεξής. Και πάλι, ο πολλαπλασιαστής είναι πολύ πιο σχετικός υπό τις παρούσες συνθήκες, καθώς δεν τροφοδοτεί την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων (και συνεπώς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο των ιδιωτικών δαπανών).
Δυστυχώς, πολλοί οικονομολόγοι και πολιτικοί έχουν ξεχάσει πολλά από αυτά που ήξεραν (ή έχουν τυφλωθεί από νέες θεωρίες περί αναποτελεσματικότητας της πολιτικής). Πράγματι, μέχρι τη στιγμή που «χτύπησε» η παγκόσμια ύφεση του 2008-2009, ακόμα και οι υποστηρικτές των φορολογικών κινήτρων είχαν χαμηλώσει τις εκτιμήσεις τους για τον πολλαπλασιαστή. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη σοβαρότητα της ύφεσης στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες που επιδιώκουν τη δημοσιονομική συστολή, υποδεικνύει ότι οι πολλαπλασιαστές όχι μόνο είναι θετικοί, αλλά και μεγαλύτερη από τη μονάδα- όπως ακριβώς υποδείκνυε η παλιά σοφία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει απαντήσει, ομολογώντας ευθέως ότι οι επίσημες προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του, είχαν υποτιμήσει το μέγεθος του πολλαπλασιαστή.
Φυσικά, τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αβέβαια. Κανείς δε γνωρίζει, για παράδειγμα, το πότε η άνοδος των επιπέδων χρέους ενδέχεται να ανησυχήσει τους διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι μπορεί στη συνέχεια να απαιτήσουν σημαντικά υψηλότερα επιτόκια, όπως συνέβη στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας το 2010. Αβέβαιο είναι επίσης και το μέγεθος των αρνητικών μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της υψηλής φορολογίας στην ανάπτυξη. Και, σήμερα έχουμε πολύ καλύτερη κατανόηση της νομισματικής πολιτικής από ότι στο παρελθόν. Πράγματι, μία πρόσφατη μελέτη που έλαβε πολύ θετικές κριτικές, χαρακτήρισε τη νομισματική πολιτική ως επιστήμη και τη δημοσιονομική πολιτική ως αλχημεία.
Σίγουρα, το επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής στο επίπεδο των κεντρικών τραπεζών είναι κοντά στο καλύτερο που μπορεί να προσφέρει η σύγχρονη κοινωνία, ενώ η δημοσιονομική πολιτική λαμβάνει χώρα εντός μίας ιδιαίτερα υψηλής, πολιτικά, διαδικασίας η οποία ενημερώνεται φτωχά από την οικονομική γνώση και υποκινείται, σε μεγάλο βαθμό, από την επιθυμία των αξιωματούχων να επανεκλεγούν. Αλλά το πρόβλημα των αρχαίων αλχημιστών στην αναζήτησή τους για τη φιλοσοφική λίθο, δεν ήταν ότι ήταν ηλίθιοι ή εγωιστές. Ούτε ότι δεν τους άκουγαν οι πολιτικοί ηγέτες. Αντιθέτως, η κατάσταση της γνώσης εκείνη την εποχή ήταν πολύ πίσω από τη σύγχρονη επιστήμη της χημείας.
Υπό αυτή την έννοια, ο όρος αλχημεία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στους προ-Κεϋνσιανούς όπως τον Αμερικανό υπουργό οικονομικών Άντριου Μέλον, του οποίου η συνταγή κατά την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης ήταν «ρευστοποίηση της εργασίας, ρευστοποίηση των μετοχών, ρευστοποίηση των αγροτών [και] ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας» προκειμένου να «εξαγνιστεί η σαπίλα από το σύστημα». Θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σήμερα σε όσους ευνοούν την επιστροφή της νομισματικής πολιτικής στο πρότυπο του χρυσού προ-1914.
Αυτό δε σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική ή η νομισματική πολιτική έχουν «αποφοιτήσει» κι έχουν γίνει κανονικές επιστήμες όπως η χημεία, η οποία υποστηρίζεται από φυσικούς νόμους που προβλέπουν ακριβή αποτελέσματα. Ωστόσο, από το 1913, έχουμε σίγουρα μάθει ότι η δημοσιονομική επέκταση είναι κατάλληλη υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη κι αν δεν είναι σωστή υπό άλλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση