GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Η Ελληνική Δημοκρατία όταν προφασίζεται την παρθένα, φαντάζει ξετσίπωτη πόρνη…

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου.  Γιατί τόση υποκρισία κ. Αντώνη Ρουπακιώτη; Τι είδους νομικισμός με πραγματική ή δήθεν άγνοια της «δομής...

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου. 

Γιατί τόση υποκρισία κ. Αντώνη Ρουπακιώτη; Τι είδους νομικισμός με πραγματική ή δήθεν άγνοια της «δομής του δικαίου» (the Structure of Law) είναι αυτό που οδηγεί τον υπουργό Δικαιοσύνης - ο οποίος θαυμάσια κάνει και επιμένει στην ανάγκη το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που συνέταξε να γίνει αμέσως νόμος του κράτους - να ισχυρίζεται πως αυτό «δεν έχει ταυτότητα, δεν φωτογραφίζει κανέναν και δεν στρέφεται εναντίον κανενός»;

Η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από ουδέτερο, αντικειμενικοφανές ή αποϊδεολογικοποιημένο μασκάρεμα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η αστική δημοκρατία, όπως δεν θα πρέπει να είναι φονταμενταλιστικό καθεστώς και δεν θα πρέπει να αποτελεί ρατσιστικό καθεστώς, έτσι επίσης δεν θα μπορούσε να έχει την ταυτότητα του επιτήδειου ουδέτερου στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Ο νομοθέτης δεν είναι ουδέτερος, απροκατάληπτος παράγοντας εναρμονισμού των κοινωνικών σχέσεων, έχει ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και εκφράζει ταξικούς και ευρύτερα κοινωνικούς συσχετισμούς ισχύος ιδιαίτερων ομάδων συμφερόντων. Μόνον που αυτό δεν μπορεί γίνεται στη βάση της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, ή του λεγόμενου γενετήσιου προσανατολισμού.

Εάν η πολιτική, η οποία εμπεριέχει πάντα την έννοια του αποκλεισμού, αναπτύσσεται με κανόνα τις κατηγοριοποιήσεις που προκύπτουν από τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό ή αντικειμενοποιήσεων που πηγάζουν από αυτές, τότε δεν αναφερόμαστε σε αστικό πολιτισμό και αστική έννομη τάξη, αλλά σε σαφώς ρατσιστικό καθεστώς. Το τελευταίο αποτελεί την οντολογική άρνηση του αστικού καθεστώτος, το οποίο θεμελιώνεται ιδεολογικοπολιτικά στο πλαίσιο των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Και αυτά δεν είναι κάποιου είδους φυσικά ή αυτονόητα δικαιώματα, αλλά αποκλειστικά αποτέλεσμα της εξέλιξης του μοντέρνου κράτους, της βιομηχανικής εποχής, της νεωτερικότητας (δεν συμπίπτουν ως έννοιες αυτά τα τρία) και του καπιταλισμού, προς την θεμελίωση μιας (κάποιας) μετανεωτερικότητας. Σε κάθε περίπτωση η μετανεωτερικότητα οποιασδήποτε μορφής δεν θα έχει έννοια στο βαθμό που δομούσε κανόνες δικαίου - αποσκοπούσε δηλαδή στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων - με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή και το γενετήσιο προσανατολισμό.

Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις θα μετέβαλαν το με οικονομικούς όρους απανθρωπισμένο υποκείμενο του δικαίου σε στοιχείο μιας δραματικά μισανθρωπιστικής διακυβέρνησης. Σε υποκείμενο μιας ρατσιστικής διακυβέρνησης που θα συγκάλυπτε ακόμη πιο έντονα από ό, τι πράττει σήμερα η παγκοσμιοποιημένη αγορά, την ουσία και την ύπαρξη του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος εκμετάλλευσης, ή με άλλα λόγια την ουσία και την κοινωνική λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων. Η ρατσιστική διακυβέρνηση συνθέτει το πιο πυκνό «πέπλο άγνοιας» των κοινωνικοοικονομικών δομών που γεννούν και αναπαράγουν τους κοινωνικούς αποκλεισμούς ως αυτονόητες πραγματικότητες και ως κοινή λογική. Η ρατσιστική διακυβέρνηση αποτελεί την άρνηση του αστικού καθεστώτος, το οποίο διακηρύσσει πως πολιτεύεται στη βάση του μύθου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κοινωνικοπολιτικού φιλελευθερισμού. Και αντίστροφα, το αστικό καθεστώς αποτελεί την άρνηση του ρατσιστικού καθεστώτος, το οποίο μάλιστα σήμερα, στην εποχή της μετανεωτερικότητας, αποτελεί την μεγαλύτερη διαστροφή της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής, τεχνολογικής, συμβολικής και οργανωτικής πραγματικότητας.

Επιμένω, οποιαδήποτε μορφή ρατσιστικού καθεστώτος δεν αποτελεί την ουσιαστική άρνηση της παγκοσμιοποίησης στην εποχή της μετανεωτερικότητας, αλλά μυθοπλαστική, παραπολιτικού χαρακτήρα άρνηση της ύπαρξής της, συσκοτίζοντας την μορφή της βαρβαρότητας που αυτή παράγει και νομιμοποιεί πολιτικά, δια της προβολής μιας άλλης βαρβαρότητας (ρατσισμός), η οποία νομιμοποιείται μέσω της άρνησης του πολιτισμικού και όχι του κοινωνικοοικονομικού περιεχομένου του σύγχρονου αστικού κράτους της μετανεωτερικότητας. Ο ρατσιστικός απανθρωπισμός έρχεται, με άλλα λόγια, να καλύψει, να συσκοτίσει, να διασκεδάσει και όχι ασφαλώς να αναδείξει την εξέλιξη του απανθρωπισμού (: της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει την πολιτική μορφή της εξέλιξης της ανθρωπότητας), που προκύπτει από την σχέση κεφαλαίου-εργασίας, κεφαλαίου-τεχνολογίας-εργατικής δύναμης-κέρδους, αξίας χρήσης- ανταλακτικής αξίας, και μεταμοντέρνων ιμπεριαλιστικών πόλων (ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα, Ρωσία) μεταξύ τους, όπως και μεταξύ πόλων και υποπεριοχών ηγεμονίας (πχ. Βραζιλία, Ινδία, Τουρκία) και μεταξύ της ηγεμονεύουσας ελίτ των πόλων και της ελίτ χωρών που βρίσκονται ενταγμένες ή υπό ένταξη στην περιοχή τους.

Άρα, το αντιρατσιστικό σχέδιο νόμου που εισηγείται ο κύριος Ρουπακιώτης διαθέτει έντονη πολιτική ταυτότητα και εμπεριέχει ιδεολογία αστικού χαρακτήρα, η οποία θεμελιώνει στην Ελλάδα και μάλιστα καθυστερημένα, την μετάβαση από την νεωτερικότητα στην μετανεωτερικότητα με σαφή διαφοροποίηση της ανάπτυξης πολιτικών από οποιαδήποτε μορφή ρατσιστικού καθεστώτος, έτσι όπως αυτό ορίζεται από τους θεσμούς κοινωνικοποίησης και ηγεμονισμού της παγκόσμιας κοινότητας. Ασφαλώς οι ρατσιστές μοιάζει να επιχειρούν να διασκεδάσουν την ρατσιστική τους στάση, που αποτελεί πολιτική στάση με σαφή συμπεριφορά αποκλεισμού, υπερβαίνοντας το πλαίσιο αναφοράς σε ό, τι αφορά στη φυλή, στο χρώμα, στη θρησκεία, στην εθνική ή εθνοτική καταγωγή και στο γενετήσιο προσανατολισμό, δείχνοντας απλώς την ανικανότητα τους να αντιλαμβάνονται πολιτικά φαινόμενα, ή, τις περισσότερες φορές, την διαστροφική τους σχέση με την πολιτική. Αποκορύφωμα αυτής της διαστροφής αποτελεί ο εθνικοσοσιαλισμός και με τα σημερινά δεδομένα ο νεοναζισμός.

Εδώ θέλει προσοχή: το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο Ρουπακιώτη» δεν αποσκοπεί στην καταπολέμηση του ρατσισμού, αλλά στην θεμελίωση του σύγχρονου μετανεωτερικού αστικού καθεστώτος, αποκλείοντας την ρατσιστική διακυβέρνηση, το ρατσιστικό καθεστώς. Αναφέροντας πως «οποιος από πρόθεση, δημόσια προφορικά ή διά του Τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό, ή κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, τιμωρείται…», ρυθμίζει την συμπεριφορά του παράγοντα ισχύος ως προς το καθεστώς διακυβέρνησης. Δεν εμποδίζει την προπαγάνδα ρατσιστικών θέσεων, ούτε την ελευθερία του ρατσιστή να εκφράζει πολιτικές θέσεις με ρατσιστικό περιεχόμενο, αλλά αποκλειστικά την δυνατότητά του να εφαρμόζει κοινωνικοπολιτική ισχύ για την θεμελίωση των ρατσιστικών του στόχων. Με μια κουβέντα, αποκλείει τον ρατσιστικό παράγοντα από την διακυβέρνηση, στερώντας του την ισχύ, όχι την ελευθερία της γνώμης, ή του στερεί την δυνατότητα να χρησιμοποιεί την κοινωνικοπολιτική του ισχύ υπέρ της θεμελίωσης ρατσιστικής διακυβέρνησης. Το «αντιρατσιστικό» πλήττει την βάση της στρατηγικής του νεοναζισμού. Για παράδειγμα δεν εμποδίζεται κάποιος ρατσιστής να προπαγανδίσει την έννοια της «αιμοδοσίας από έλληνες για έλληνες», δεν θα μπορούσε όμως να διοργανώσει μια τέτοια «αιμοδοσία», ή δεν θα μπορούσε ατιμώρητα η κυρία βουλευτής της «Χρυσής Αυγής» να αποκαλεί «υπάνθρωπους» και με κάμποσα άλλα παρόμοια, μετανάστες από το βήμα (πολιτικής ισχύος) της βουλής – αντίθετα εάν την γνώμη της αυτή την διατύπωνε στο πλαίσιο αρθρογραφίας ή συνέντευξης δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, εκτός αν την συνόδευε με συγκεκριμένες προτάσεις που θα διέγειραν σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια, όπως πράττουν σήμερα, σε καθημερινή μάλιστα βάση, κρυφοναζιστικά παραδοσιακά ΜΜΕ και ιστοσελίδες.

Εδώ είναι και το μέγα πρόβλημα της νεοναζιστικής ακροδεξιάς στην Ελλάδα σε σχέση με το «αντιρατσιστικό». Γνωρίζουν πως αυτό στην ουσία δεν περιορίζει την ελευθερία της γνώμης (τους), αλλά την πολιτική ισχύ του ακτιβισμού τους και αυτό τους συνταράσσει – δικαίως! Τους εξασθενεί ως παράγοντες ισχύος που επιδιώκουν στη θέση του αστικού κράτους να δομήσουν ένα φονταμενταλιστικό κράτος, βασίλειο ενός ρατσιστικού καθεστώτος διακυβέρνησης. Και αναρωτούνται: καλά εμάς δεν μας «ανέχεστε», τους κομμουνιστές ή τους αναρχικούς γιατί τους «ανέχεστε»; Διότι αυτοί δεν επιδιώκουν την ρατσιστική διακυβέρνηση θα μπορούσε να ήταν μια απλοϊκή απάντηση, που ωστόσο θα αποτελούσε ταυτολογία δίχως ιδιαίτερο νόημα. Για να καταλάβεις ρατσιστή πολιτικέ ή δημοσιογράφε ή δημόσιε λειτουργέ την σημαντική και κρίσιμη για το αστικό καθεστώς διαφορά της δική σου ύπαρξης και μεθοδολογίας από εκείνην κομουνιστών ή αναρχικών, για παράδειγμα, διάβασε με προσοχή αυτά που προηγήθηκαν σε τούτο το σημείωμα και επιπλέον προσπάθησε να αντιληφθείς πώς η μετανεωτερικότητα ενώ έδωσε έμμεσα φτερά ξανά στον εθνικισμό (αντανακλαστικά, ή διαλεκτικά αν επιθυμείς) παράλληλα επιδιώκει την εξέλιξη του αστικού καθεστώτος δίχως αυτό να μετατραπεί σε ρατσιστικό. Αν περάσουμε σε οποιαδήποτε μορφή ρατσιστικού καθεστώτος η μετανεωτερικότητα θα θιγεί και μαζί της η εξέλιξη του καπιταλισμού και του ηγεμονικού φαινομένου και τότε θα βιώσουμε μια δραματική, ναζιστικού χαρακτήρα, ιστορική φάρσα! Αντίθετα, τόσο ο κομμουνισμός, όσο και η αναρχισμός είναι από τη φύση τους μετανεωτερικές ιδεολογικοπολιτικές εκφράσεις, που όμως αντιμάχονται την μορφή της σημερινής κεφαλαιοκρατικής και ηγεμονικής διάστασης και πορείας της παγκοσμιοποίησης.

Η διαφορά είναι τεράστια όπως και να την δει κανείς. Αν ελευθερίες και δικαιώματα θεμελιωθούν στη βάση μιας ρατσιστικής διακυβέρνησης, τότε δεν ακυρώνεται μόνον η ουσία του αστικού καθεστώτος, αλλά και η διαλεκτική του σοσιαλισμού, του αριστερού ριζοσπαστισμού, του κομμουνισμού και κάθε εκδοχή του αναρχισμού. Αντίθετα η αστική διακυβέρνηση επιτρέπει την ανάπτυξη της διαλεκτικής επί ελευθεριών και δικαιωμάτων - ή με άλλα λόγια της διαλεκτικής του δικαίου – που θα μπορούσε να συστήσει μια μορφή εναλλακτικής ηγεμονίας, ή ηγεμονίας των εργαζομένων επί των κεφαλαιοκρατών, ή, θεωρητικά πάντα, έναν κόσμο δίχως κοινωνική ιεραρχία και ηγεμονικό εξαναγκασμό σε συμμόρφωση, ή μια αταξική κοινωνία. Με την έννοια αυτή οι «ελευθερίες» που επικαλούνται οι οπαδοί της ρατσιστικής διακυβέρνησης, δομούνται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς (βιολογικό, θρησκευτικό, ή πολιτισμικό) από εκείνες των προηγμένων μοντέρνων (: συνταγματικός εθνικισμός στη βάση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη) ) και «μεταμοντέρνων» κρατών και αντιφάσκουν πολιτικά με την εξέλιξη της ανθρωπότητας, ενώ οι «ελευθερίες» όλων των άλλων (μη-ναζιστών) έχουν οντολογική συνάφεια, αν και επιστημολογικά διαφορετική, ή εντελώς διαφορετική αναλυτική διάσταση για την κοινωνική προοπτική της ανθρωπότητας και την συγκρότηση του κοινωνικού ατόμου.

Κάπως έτσι το «αντιρατσιστικό» έρχεται να θεμελιώσει ένα πλαίσιο μετανεωτερικότητας στην Ελλάδα, όπου χωρούν όλοι πολιτικά πλην των νεοναζιστών. Συνεπώς, η αξιέπαινη αυτή πρωτοβουλία Ρουπακιώτη, την οποία θα μπορούσα να χαρακτηρίσω μάλλον ως μετριοπαθή σε σχέση με άλλα αντιρατσιστικά νομοθετήματα στην ΕΕ, καί πολιτική ταυτότητα έχει, καί φωτογραφίζει κάποιον καί στρέφεται εναντίον της πολιτικής ισχύος του «κάποιου»! Και αυτός ο «κάποιος» είναι η ρατσιστική διακυβέρνηση, την οποία αγωνίζονται να αποκρυσταλλώσουν έμμεσα και κουτοπόνηρα ως κοινωνική ανάγκη για την αντιμετώπιση της κρίσης οι έλληνες ακροδεξιοί, που διαπνέονται από τα ιδανικά και την πολιτική μεθοδολογία του ναζισμού. Αυτή είναι η μικρή αλήθεια για το «αντιρατσιστικό». Ωστόσο, η αμαρτωλή (με δημοκρατικά κριτήρια) Ελληνική Δημοκρατία όταν προφασίζεται την παρθένα, φαντάζει ξετσίπωτη πόρνη, αγαπητέ κύριε Ρουπακιώτη!

Το «αντιρατσιστικό» δεν είναι προϊόν κάποιας ουδέτερης, απροκατάληπτης διακυβέρνησης ή κάποιου «παρθένου» νομοθέτη, αλλά προϊόν αποκλεισμού του νεοναζισμού και όχι ασφαλώς νομοθέτημα αντιμετώπισης του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, φαινόμενο που αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Αυτό που με ενοχλεί και όπλισε την γραφή μου, είναι η υποκρισία: το ύφος και το πνεύμα της αστικής μας διακυβέρνησης. Γιατί θα πρέπει να αλληλο-εξαπατώμεθα; Γιατί θα πρέπει να εξαπατάτε διαρκώς τον λαό ακόμη και σε τέτοια ζητήματα; Είναι το μικροπολιτικό συμφέρον της Συγκυβέρνησης τόσο σημαντικό ώστε να μην διστάζουν να εξευτελίζουν ή διασκεδάζουν για χάρη του ακόμη και προοδευτικές πρωτοβουλίες;

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση