GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

«Το παιδί της κομμουνίστριας και του πρόσφυγα ο γιος…»

Τελικά, η ιστορία δεν ήταν το… παραμυθάκι με την απίστευτη πλοκή που λένε οι μανάδες και νανουρίζουν τα μωρά τους για να κοιμηθ...



Τελικά, η ιστορία δεν ήταν το… παραμυθάκι με την απίστευτη πλοκή που λένε οι μανάδες και νανουρίζουν τα μωρά τους για να κοιμηθούν! Ήταν το μακρόσυρτο βίωμα που στάζει δάκρυ και αναστεναγμό, βουτηγμένο στον πόνο και στη δυστυχία που κουβαλά ο γνωστός αργυροχρυσοχόος Μηνάς-Μίνως Πυργαρούσης και σέρνεται ως τα σήμερα από το 1940 που γεννήθηκε.

Η μάνα του, θρύλος στο χωριουδάκι των προσφύγων, στο Αστέρι, και ευρύτερα, η επαναστάτρια Αννέτα, του είπε πώς είδε το φως της ζωής στις 30 Δεκεμβρίου του 1940 όμως επισήμως η ληξιαρχική πράξη τον εμφανίζει με ημερομηνία γέννησης την 3η Ιανουαρίου 1941. Όπως και να’ χει, πάντως, ήλθε σε μια χρονιά που διαδραματίζονται σοβαρά εθνικά γεγονότα και όλοι προσπαθούσαν να ζήσουν τις φαμίλιες τους από τη γεννήτρα γη, στενάζοντας κάτω από τη μπότα του κατακτητή και των… συμμάχων μας μετέπειτα.

Αλλά και στην Αθήνα που έφερε τη ζωή του για να την αλλάξει από τις 18 Ιανουαρίου του 1959, κάνοντας τις πάμπολλες και πολύμορφες δυσκολίες του εξαιρετικά έργα πλάθοντας τον χρυσό και το ασήμι, έτοιμα να… μιλήσουν… ταξιδεύει και όλο ταξιδεύει στα χώματα που τον ανακάτεψαν, κινητοποιώντας τις θύμησες τους.

Το υποσυνείδητό του ανασηκώνεται εκεί στη ρούγα που έτρεξε τα νηπιακά και παιδικά του χρόνια και κάποιες φορές οι λογισμοί τον βγάζουν στην ελπίδα ότι «εδώ θέλω να έλθω και να τελειώσω τη ζωή μου όταν φτάσει η ώρα». Μα είναι ακόμα νωρίς για τέτοιες σκέψεις, γιατί έχει να κάνει και άλλα πολλά… ταξίδια, έστω και νοερά, στο μαρτυρικό χωριό του από την κόλαση της πρωτεύουσας που είναι εγκατεστημένος πάνω από μισό αιώνα…

Κάθε χρόνος της ζωής του και μια βελονιά στην… καπαρντίνα που πάντα λάτρευε και φορούσε από τα νεανικά του χρόνια, όταν μπορούσε να την αποκτήσει! Αποθήκευσε πολλά από τα βάσανα, σχεδόν όλα, ακόμα και τις λεπτομέρειες και σήμερα ο Μίνως Πυργαρούσης έβαλε μπροστά το μεγάλο του όραμα, κάνοντας κατάθεση ψυχής, να αφήσει το πολύχρονο στίγμα της τέχνης του, στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε για να «πετάξει» στον όμορφο και δύσκολο δρόμο του κοσμήματος που αφιερώθηκε.

Είναι ένα ακόμα… ταξίδι που το κάνει με αγωνία τον τελευταίο χρόνο και μάλιστα πολύ συχνά, πότε σε επαφή που έχει με τον δήμαρχο Ρεθύμνου Γιώργο Μαρινάκη, πότε με τους δημοτικούς παράγοντες της περιοχής του τον Γιώργο Σκορδίλη και τον Δημήτρη Σερλή και πότε με τους δημιουργούς στην επικράτεια που αφουγκράζονται τη μεγάλη ιδέα.

ΖΩΗ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ… ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ

Αυτά τα χρόνια ζωής ένα προς ένα είναι και ένα ξεχωριστό σενάριο ταινίας σινεμά, που ξεκινάει από τη στιγμή που ο Μικρασιάτης, ξεριζωμένος από τον Τσεσμέ Θανάσης Πυργαρούσης, ηλικίας 42 χρόνων ανατρέποντας τα συντηρητικά ήθη των εποχών, έφυγε για το Ηράκλειο με την συγχωριανή του Άννα Φραγκιαδάκη, γνωστή στους πάντες ως Αννέτα, κατά 18 χρόνια μικρότερή του! Η αρπαγή αποτέλεσε και για τις δυο οικογένειες το θανάσιμο και ασυγχώρητο λάθος, πολύ περισσότερο επειδή για χάρη της Αννέτας ο πρόσφυγας εγκατέλειψε την πρώτη της ξαδέρφη!

«Εγώ γεννήθηκα στον Πόρο Ηρακλείου», ξεδιπλώνει τη ζωή του ο καλλιτέχνης αργυροχρυσοχόος των Αθηνών. «Στο Ηράκλειο είχαν φύγει οι γονείς μου μετά την εκούσια απαγωγή από το Αστέρι και εκεί παντρεύτηκαν. Πήρα το όνομα Μηνάς, επειδή με είχαν τάξει στον πολιούχο του Ηρακλείου Άγιο Μηνά τον καβαλάρη και με βάφτισε εκεί ο Βασίλης Γιώτης. Μεγάλος πια απόκτησα και το όνομα Μίνως. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω άκουα δυο φράσεις, το «παιδί της κομμουνίστριας» και «του πρόσφυγα ο γιός».

Παιδάκι με φώναζε ο παππούς μου ο Δημήτρης «διαβόλου σπορά» και δεν με άφηνε να παίζω στην αυλή του. Ήταν ένας τρόπος που μετουσίωνε την αντίδρασή του στην πράξη του πατέρα μου. Και οι δυο οικογένειες μας είχαν απορρίψει για την απόφαση των γονιών μου…»

Όταν πια επέστρεψαν στο Αστέρι, λίγους μήνες πριν την εισβολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, ο Μίνως ήταν μωρό δυο μηνών: «Μείναμε σε ένα δωμάτιο είκοσι τετραγωνικών και εκεί μας βρήκε ο πόλεμος. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να ήταν στο αλβανικό μέτωπο αλλά δούλευε για τους Άγγλους στο αεροδρόμιο στον Αδελιανό Κάμπο. Με βάση τη μαρτυρία της μάνας μου, κάτω από το σπίτι μας υπήρχε ένα σημείο που ήταν χαρουπιές και σε δυο σπηλιές, η μια δίπλα στην άλλη, είχαν τον ασύρματό τους οι Εγγλέζοι…»

«ΑΝΝΑ ΕΓΩ ΦΕΥΓΩ…»

Η εξιστόρηση των γεγονότων τις πιο πολλές φορές «πνίγονταν» στους αναστεναγμούς και τα μάτια του βούρκωναν και έτρεχαν! Η ματωμένη Κυριακή, πρώτη του Ιουνίου του ’41, βυθίστηκε στο σκοτάδι με τις εκτελέσεις των δώδεκα γενναίων του χωριού. Τις ώρες της μεγάλης μάζωξης, ο Θανάσης Πυργαρούσης βρίσκονταν «κάτω από το σπίτι στο αμπέλι» και η Αννέτα με τον πεντάμηνο Μίνωα στην αγκαλιά της, γαντζώθηκε πάνω του. «Του είπε η μάνα μου», συνεχίζει, «να μη φύγει γιατί είδε ένα κακό όνειρο. Όμως ο πατέρας μου της είπε να μην πιστεύει στα όνειρα, την απώθησε και έπεσε και τότε απέβαλε στον αδερφό μου. Οι τελευταίες λέξεις του πατέρα μου ήταν: «Άννα φεύγω, γεια σου, το παιδί και τα μάτια σου». Μετά από κάμποσες ώρες ακούσαμε τις ριπές των πολυβόλων και τότε εκτέλεσαν τους χωριανούς…»

Αργότερα, η Αννέτα ήταν «από τις πρώτες που είδαν σωριασμένους τους νεκρούς» στον «Τσίχλικα». Τότε εκτυλίχθηκαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας: «Η μάνα μου ήταν από τις πρώτες που πήγαν στο μακελειό, με τον ανιψιό της Γιάννη Πυργαρούση. Έχοντάς με στην αγκαλιά της με άφησε στη ρίζα μιας χαρουπιάς και έτρεξε να φέρει νερό από την «Πηγάδα» για τον Ηλία Κισανδράκη και τον Μανώλη Ταβλαρή που κείτονταν τραυματισμένοι, αιμορραγούσαν και ζητούσαν απεγνωσμένα νερό…

»Ο πατέρας μου σκοτώθηκε με τη χαριστική βολή. Εγώ ως μωρό δεν καταλάβαινα τίποτα για εκείνες τις ώρες. Βίωσα σε έντονο βαθμό την απουσία του πατέρα σε ηλικία δυο με τριών χρονών που ένιωθα απροστάτευτος. Ο παππούς ο Δημήτρης και μετά που έχασε τα τρία του παιδιά δεν μαλάκωσε. Η εκτέλεση του κόστισε ανεπανόρθωτα στη μάνα μου και για να εκδικηθεί την απώλειά του με την στενή της φίλη στο χωριό, την Αγάπη Ζαχαράκη, παρέσυραν Γερμανούς και τους σκότωναν θάβοντάς τους οι ίδιες. Ήταν τόσο μεγάλο το μίσος τους στους κατακτητές που ξεπερνούσε τα όρια εκδίκησης…

»Ήταν τα πάντα για εκείνη και τον ένιωθε άντρα, πατέρα και παιδί της και δεν τον είχε παρά μόνο 16 μήνες σύζυγο! Δεν περνούσε μέρα, θυμάμαι, που να μην κλαίει και να μην αγωνίζεται για να με ζήσει και έκανε τη δική της επανάσταση παρά το μεγάλο της πόνο. Δούλευε στις καλλιέργειες με μπάμιες από ήλιο σε ήλιο, εμένα με άφηνε όσο ήταν στη δουλειά στον κάμπο, για να μη γυρίζω στους δρόμους, στη θεία μου τη Ζαχαρένια Πολιουδάκη, οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες και μεσαιωνικές, τα χέρια της πλήγιαζαν και επειδή οργάνωσε τις άλλες γυναίκες κατά των συνθηκών δουλειάς που είχε επιβάλει ο τσιφλικάς, βρέθηκε χωρίς μεροκάματο…»

ΜΕΧΡΙ 5 ΧΡΟΝΩΝ ΖΟΥΣΕ ΜΕ ΧΑΡΟΥΠΙΑ

Η διατροφή του με κρέας ήταν άγνωστη και μέχρι τα 5 του χρόνια ζούσε με χαρούπια! Ώσπου εμφανίστηκε στο χωριό, σαν… θεόσταλτος ο ζωέμπορος Μανώλης Σκαρσουλής από τους Αποστόλους Αμαρίου. «Εκείνη τη μέρα ήλθε στο σπίτι μας», αφηγείται, «η Αγάπη Ζαχαράκη και της είπε ότι είναι στο Αστέρι ένας χασάπης και σφάζει ένα ζώο και να πάει να του ζητήσει ένα κόκκαλο για μένα. Πήγε, λοιπόν, η μάνα μου με το φόβο μήπως και αυτός, όπως έκαναν και οι άλλοι, της ζητήσει ως ανταμοιβή το κορμί της! Όταν τον παρακάλεσε για το κόκκαλο εκείνος, ο Θεός να αγιάσει την ψυχή του, τράβηξε το μαχαίρι και της έδωσε μια οκά κρέας και την ευχή να μην υπάρχουν πια πεινασμένοι. Μου παράγγειλε η μάνα μου να μην ξεχάσω ποτέ αυτό το όνομα και να το μνημονεύω στις προσευχές μου…»

Η επιβίωση, ωστόσο, για τη μητέρα του και για τον μικρό Πυργαρούση, ήταν το πρώτο ζητούμενο! Ήταν, όμως, θέμα προτεραιότητας και η ασφάλεια του παιδιού και γι αυτό παρακάλεσε τον δάσκαλο του σχολείου στο γειτονικό Χαμαλεύρι, τον Στέλιο Περισάκη να επιτρέπει την παραμονή του στην τάξη όσο εκείνη απουσίαζε στο μεροκάματο. Παραμονές της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, ένα γεγονός μένει ως αξιοσημείωτο στη μνήμη του: «Είχε βάλει ποιήματα στους μαθητές αλλά εμένα δεν μου έβαλε να μάθω. Πήγα στο σπίτι με το παράπονο και το είπα στη μητέρα μου και εκείνη μου έμαθα όλη νύκτα ένα δικό της ποίημα. Το είπα την επομένη στο δάσκαλο και τον είδα που δάκρυσε και το απάγγειλα στη γιορτή. Για πρώτη φορά τότε, και ήταν κάτι ανέλπιστο για μένα, ο μεγάλος αδερφός της μάνας μου ο Νίκος Φραγκιαδάκης με πλησίασε και με πήρε. Μέχρι τότε δεν με πλησίαζε κανείς από τις δυο οικογένειες, ήμουν το απολωλός πρόβατο, χωρίς αγάπη και στοργή…»

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΟΧΡΥΣΟΧΟΙΑ

Τα χρόνια περνούσαν μέσα στον κοινωνικό αποκλεισμό και την επιβίωση. Ο Μίνως Πυργαρούσης τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και έβαλε πλώρη για τη βιοπάλη με τις δικές του δυνάμεις, σε ηλικία 12 χρόνων. Βρήκε στο Ρέθυμνο, την πόλη-χωριό της ανέχειας, ασφαλή διαμονή «στο σπίτι της αδερφής της μητέρας μου Μαρίας Παπαδάκη». Η πρώτη του δουλειά, μόλις ολίγων ημερών, ήταν σε ένα κουρείο αλλά οι… τρίχες δεν ήταν στα ενδιαφέροντά του, έφυγε και οι συγγενείς έψαχναν «να δουν τι θα με κάνουν».

Από εδώ πλέον αρχίζει την επαφή του με το κόσμημα και την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας: «Πήγαινα στην εκκλησία του Άη Γιώργη του Πεταλιώτη στην Καλλιθέα και βοηθούσα. Εκεί ήταν επίτροπος ο Στέφανος ο Μουρτζανός ο χρυσοχόος, μετέπειτα δάσκαλος μου, που τον ευγνωμονώ. Βλέποντάς με, λέει στον θείο μου τον Κλεάνθη: «Κλεάνθη καλό παιδί το ανιψάκι σου!» και του απαντά ο θείος μου:«Καλό αλλά κακορίζικο και άμα θέλεις να κάμεις ένα μιστό, πάρε το στο μαγαζί σου να μάθει τη δουλειά». Δεν με πήρε τότε, αλλά μερικές μέρες μετά είπε στο θείο μου να πάω με την προϋπόθεση να μείνω πέντε χρόνια και σε αυτά να μαθαίνω και να κάνω και όλες τις δουλειές του σπιτιού του και του σπιτιού του αρχιτεχνίτη Σπύρου Γαλάνη…

»Το μαγαζί ήταν εκεί που είναι και σήμερα στη γωνία των δρόμων Αρκαδίου και Τσουδερών, και το λειτουργεί ο εγγονός και συνώνυμός του Στέφανος Μουρτζανός. Σε ηλικία 15 χρόνων άρχισα να παίρνω 10 δραχμές το μήνα και αργότερα 10 δραχμές τη βδομάδα. Στα 16 μου χρόνια, και αφού του έφτιαξα το πρώτο μου βραχιόλι, μου έδιδε 50 δραχμές τη μέρα. Έφυγα από το Ρέθυμνο για την Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 1959…»

Από τότε αρχίζει μια άλλη περίοδος για τον Μίνωα Πυργαρούση, που «χτίστηκε» με πόνο, βάσανα και αγάπη στην υψηλή τέχνη μέχρι να ορθοποδήσει και να καθιερωθεί, κουβαλώντας τα κατοχικά και μετακατοχικά δεινά. Σπούδασε στα εργαστήρια και κοντά σε αξιοζήλευτους και κορυφαίους για την εποχή εκείνη καλλιτέχνες και δημιουργούς του κοσμήματος, όπως τον Γιώργο Αθανασίου, τον Νεόφυτο Μπιζάνια, τους αδερφούς Πλατύραχου και τους αδερφούς Σπανού και τον Αναστάσιο Μπαβγατιάν. Ενεργοποιήθηκε για δεκαετίες σε όργανα του κλάδου και σήμερα χωρίς επίσημο θεσμικό ρόλο παρέχει τις γνώσεις και τις συμβουλές του στις νεότερες γενιές «για το καλό του κλάδου και του δημόσιου συμφέροντος».

Οι θύμησες τον αγγίζουν και τον διαπερνούν. Είχε να εμφανιστεί στο χωριό καταγωγής του ολόκληρα 35 χρόνια και πέρυσι το τόλμησε, όπως το τόλμησε και φέτος. Έφυγε και πάλι γεμίζοντας την ύπαρξή του με το οξυγόνο της γης που πήρε τις πρώτες αναπνοές και «πέταξε» βουρκωμένος για την Αθήνα. Όμως, καθημερινά, θα συνεχίσει να στέλνει το λογισμό του στο Αστέρι… O Μίνως Πυργαρούσης ανοίγει και μπαίνει στο σπίτι που βίωσε τα πρώτα μαρτύρια ως μωρό πέντε μηνών Η κάμερα, το… σπίτι της οικογένειας. Μένει μόνο το τζάκι, όλα τα άλλα άλλαξαν, πέρασαν και 73 χρόνια από τότε Ο Μίνως και η Λίτσα Πυργαρούση έξω από το σπίτι του που φώλιασαν μόνο τα βάσανα της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου Ο πατέρας του Θανάσης Πυργαρούσης, θύμα των ομαδικών εκτελέσεων, πάνω σε άλογο σε ηλικία 18 χρονών «Όταν πήρανε τον πατέρα μου οι Γερμανοί αποχαιρέτησε τη μάνα μου: Άννα εγώ φεύγω, γεια σου, το παιδί και τα μάτια σου…» madeincreta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση