GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Πάσχα το μέγα...

. Ώ Πάσχα τό μέγα καί ιερώτατον, Χριστέ, ώ Σοφία καί Λόγε τού Θεού καί Δύναμις· δίδου ημίν εκ τυπώτερον σού μετασχείν εν τή ανεσπέρω ημέρα τ...

.
Ώ Πάσχα τό μέγα καί ιερώτατον, Χριστέ, ώ Σοφία καί Λόγε τού Θεού καί Δύναμις· δίδου ημίν εκ τυπώτερον σού μετασχείν εν τή ανεσπέρω ημέρα τής βασιλείας Σου.
Χριστός κατελθών πρός πάλην άδου μόνος, λαβών ανήλθε πολλά τής νίκης σκύλα.
Αληθώς Ανέστη
Νίκος Σαββόπουλος

9 σχόλια

  1. Βλέπω ότι είσαι ανταποκριτής από το Υπερπέραν και μας έφερες τα τελευταία Νέα! Κάτι που έχει επαναληφθεί καμιά χιλιάδα φορές, εσύ μας το αναγγέλλεις σαν να ήταν πρώτη φορά! Μπορώ να βγάλω το συμπέρασμα ότι είσαι καινούριος στο επάγγελμα και ποιός ξέρει πόσες ακόμα "φρέσκες" ειδήσεις θα μας φέρεις στο Μέλλον.
    Φαίνεται ότι όποιος αγαθιάρης δεν βρίσκει δουλειά, γίνεται ανταποκριτής από το Υπερπέραν με την ελπίδα ότι όλο και κάποιος πιό μαλάκας από σένα μπορεί να χάψει τις μπαρούφες σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Αληθώς Ανέστη
    Νίκος Σαββόπουλος"
    Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια!
    Διονύσης Σαββόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ20 Απρ 2009, 7:20:00 μ.μ.

    ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ 65ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΧΩ ΧΕΣΜΕΝΟ ΚΙ ΕΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΛΙΘΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΟΥ, ΒΛΑΜΕΝΕ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ANTI ΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΟΥ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΛΙΓΟ ΧΡΟΝΟ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ (ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΤΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΜΟΝΟ ΛΙΓΟΙ...):
    Οταν τελικα αρχίζετε μερικοί σαν και σένα που έγραψεσ αυτό το σχολιο, να διαβάζετε τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ευαγγέλια τότε ίσως να πάψετε να μιλάτε για "ΠΑΣΧΑ" και ανέστη....


    Ομήρου Οδύσσεια
    λ
    Νέκυια.
    Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
    Και στο γιαλό σαν ήρθαμε και στο γοργό καράβι,
    πρώτα απ' τη γης τα σύραμε στην ώρια κυματούσα,
    και το κατάρτι στήσαμε και τα πανιά του απάνω,
    και πήραμε και βάλαμε τα πρόβατα· και μέσα
    5 κι εμείς θλιμμένοι μπήκαμε πικρά χύνοντας δάκρυα.
    Και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
    η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,
    πρύμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
    Και τ' άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα
    10 ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.
    Με τεντωμένα τα πανιά αρμενίζαμε ολημέρα,
    μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
    στου τρίσβαθου βρεθήκαμε του Ωκεανού τις άκρες,
    εκεί που των Κιμμεριωτών είν' ο λαός κι η χώρα,
    15 που καταχνιά και σύγνεφα για πάντα τους σκεπάζουν,
    και του ήλιου του χρυσόλαμπρου δεν τους θωρούν οι αχτίδες,
    μήτε προς τ' αστερόσπαρτα σαν ανεβαίνη ουράνια,
    μήτ' απ' τα ύψη τ' ουρανού στη γης σαν κατεβαίνη,
    μόνε τους άμοιρους φριχτή πλακώνει πάντα νύχτα.
    20 Ήρθαμε αυτού κι αράξαμε, και βγάλαμε τ' αρνιά μας,
    και τότες ακλουθήσαμε του Ωκεανού το ρέμα,
    ώσπου στο μέρος φτάσαμε που η Κίρκη είχε ορμηνέψει.
    Εκεί σφαχτά ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης φέραν,
    κι εγώ έσυρα το κοφτερό σπαθί από το πλευρό μου,
    25 κι έσκαψα λάκκο ως πήχη μιά, του μάκρου και του πλάτου·
    και χύνω ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,
    πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο
    πάλε νερό· και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι·
    και λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια
    30 των πεθαμένων, έταξα πως άμα ερθώ στο Θιάκι
    στείρα δαμάλα διαλεχτή στον πύργο μου θα σφάξω,
    και πως θ' ανάψω τους πυρά γεμάτη ωραία δώρα,
    και χώρια αρνί κατάμαυρο του Τειρεσία θα κόψω,
    του κοπαδιού το πιο καλό. Και των νεκρών τα πλήθια
    με τάματα και προσευκές θερμοπαρακαλώντας,
    35 πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα στο λάκκο· και το αίμα
    έτρεχε ολόμαυρο. Άρχισαν των πεθαμένων τότες
    και μαζευόνταν οι ψυχές απ' το Έρεβος το μαύρο,
    νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι,
    παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες,
    40 κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,
    νεκροί που είχανε τ' άρματα με το αίμα τους βαμμένα
    κι εδώθε εκείθε αρίθμητοι γύρω στο λάκκο ερχόνταν,
    με αχό πολύ, και μ' έπιανε χλωμός εμένα φόβος.
    Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
    45 τ' αρνιά που τα 'χε αλύπητο μαχαίρι εκεί ριγμένα,
    και προσευκές να κάμουνε στους δυό θεούς, στον Άδη
    το φοβερό, και στη σκληρή συνάμα Περσεφόνη·
    κι εγώ, απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
    των πεθαμένων έδιωχνα τ' αδύναμα κεφάλια,
    50 μακριά απ' το αίμα, ως ν' ακουστή του Τειρεσία ο λόγος.
    Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή μας ήρθε, του συντρόφου,
    τι ακόμα μες στη μαύρη γης δεν ήτανε θαμμένος,
    που εμείς το σώμα αφήκαμε στης Κίρκης τα παλάτια,
    άκλαυτο κι άθαφτο, γιατί μας έβιαζε άλλος μόχτος.
    55 Τον είδα, και δακρύσανε τα μάτια μου απ' τον πόνο
    και φώναξά τον, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·
    «Ελπήνορα, πως έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια
    πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;»
    Είπα, και βαριοστέναξε κι απολογήθη εκείνος·
    60 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
    θεού κατάρα, και πιοτό περίσσιο μ' αφανίσαν·
    αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια,
    κι αντίς ξανά απ' την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα,
    εγώ μπροστά μου ολόϊσα τράβηξα κι απ' τη στέγη
    65 κάτου έπεσα, κι ο σβέρκος μου έσπασε απ' τα σφοντύλια,
    κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου.
    Μα τώρα, στ' όνομα εκεινών που ακόμα εδώ δεν ήρθαν,
    της σύγκοιτης, και του γονιού που σ' έθρεφε μικρούλη,
    και του Τηλέμαχου, που εκεί μονάχο τον αφήκες,—
    γιατί ξέρω, γυρίζοντας απ' του Άδη τα λημέρια,
    70 στης Αίας πάλε το νησί θ' αράξης το καράβι, —
    παρακαλώ σε, ώ βασιλιά, θυμήσου με σα φτάσης,
    μη φύγης κι άκλαυτο, άθαφτο μ' αφήσης εκεί πέρα,
    και γίνω αιτία να οργιστή κανένας θεός μαζί σου.
    Μόν' πάρε με και κάψε με μαζί με τ' άρματά μου,
    75 και βάλε στον αφρόλευκο γιαλό κοντά μνημούρι,
    να με πονούν τον άμοιρο κατόπι όσοι το βλέπουν
    κάμε μου αυτά, και το κουπί στο μνήμα απάνω στήσε
    το ίδιο που ζώντας έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
    Είπε, κι εγώ του μίλησα κι απολογήθηκά του·
    80 «Όλα, όσα μου 'πες, άμοιρε, σωστά θα σου τα κάμω,»
    Τέτοιες κουβέντες θλιβερές κάναμε ο ένας του άλλου,
    εγώ απ' τη μιά τη σπάθα μου κρατώντας στο αίμ' απάνω,
    το φάντασμα του Ελπήνορα λαλώντας απ' την άλλη.
    Κι ήρθε σιμά τότε η ψυχή της πεθαμένης μάνας,
    85 του αντρόψυχου του Αυτόλυκου η θυγατέρα Αντίκλεια,
    που την αφήκα ζωντανή σα μίσευα στην Τροία.
    Την είδα εγώ και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου·
    ως τόσο δεν την άφηνα το αίμα να ζυγώση,
    όσο πολύ κι αν θλίβομουν, πρί μου μιλήση ο μάντης.
    90 Και του Θηβαίου ήρθε σιμά η ψυχή του Τειρεσία,
    και κράταε το χρυσό ραβδί· με γνώρισε, και μου 'πε·
    «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
    τι αφήκες, ώ κακόμοιρε, το φως του ήλιου κι ήρθες
    να δης νεκρούς κι αυτόν εδώ, τον άχαρο τον κόσμο ;
    95 Φεύγα απ' το λάκκο, μέριασε το κοφτερό σπαθί σου,
    αίμα να πιώ, και να σου πω κατόπι την αλήθεια.»
    Είπε, κι εγώ τραβήχτηκα, και στο φηκάρι χώνω
    τ' αργυροκάρφωτο σπαθί· κι αίμα σαν ήπιε μαύρο,
    ο μέγας μάντης λάλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε·
    100 «Γλυκειά πατρίδα μελετάς, θεόλαμπρε Οδυσσέα·
    όμως σε μάχεται ο θεός· θαρρώ πως δεν ξεφεύγεις
    τον Κοσμοσείστη, που θυμό για σένα μέσα του έχει,
    και βράζει από τη μάνητα, που τύφλωσες το γιό του.
    Μα πάλε όσα κι αν πάθετε, θα φτάσετε αν θελήσης,
    105 να βασταχτής, κι εσύ κι αυτοί οι συντρόφοι σου, άμα πάτε
    στης Θρινακίας το νησί με το καλόφτιαστό σου
    καράβι, πίσω αφήνοντας τα μενεξιά πελάγη·
    θα βρήτε εκεί να βόσκουνε τα πρόβατα και βόδια
    του Ήλιου, που αποπάνωθε βλέπει κι ακούει τα πάντα.
    110 Αυτά αν αφήσης άβλαβα, κι αν θες το γυρισμό σου,
    όσο πολλά κι αν πάθετε πάλε στο Θιάκι πάτε·
    μα αν τα πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο
    και στους συντρόφους κι ίδιος σου ά σωθής, θα κακοφτάσης
    αργά, με δίχως σύντροφο, και με καράβι ξένο.
    115 Και θα 'βρης μες στο σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια·
    άντρες απόκοτους θα βρης να καταλούν το βιός σου,
    με δώρα τ' ώριο ταίρι σου να πάρουν πολεμώντας.
    Όμως γι' αυτά θα γδικιωθής, σου λέω εγώ, σα φτάσης·
    κι αφού μες στα παλάτια σου χαλάσης τους μνηστήρες,
    120 με απάτη ή κι ολοφάνερα με κοφτερό λεπίδι,
    θα σύρης τότε παίρνοντας το δυνατό κουπί σου,
    να πάς στη χώρα των αντρών που θάλασσα δεν ξέρουν,
    και που φαΐ δεν συνηθούν να τρώνε αλατισμένο,
    και μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
    125 μήτε τα δυνατά κουπιά, που 'ναι φτερά των πλοίων.
    Νά, και σημάδι ξάστερο, που δε θα σου ξεφύγη·
    σαν ανταμώσης άλλονε στο δρόμο ταξιδιώτη,
    και λέει δικράνι πως βαστάς στον ώριο σου τον ώμο,
    τότες το δυνατό κουπί μπήξε στη γης, και κάμε
    130 καλόδεχτες θυσίες εκεί στο ρήγα Ποσειδώνα,
    κριάρι, ταύρο σφάζοντας, κι αγριόχοιρο βαρβάτο·
    και γύρνα στην πατρίδα σου εκατοβοδιές να κάμης
    ιερές για τους αθάνατους που ορίζουνε τα ουράνια,
    με τη σειρά του καθενού· κι ο θάνατος θα σου 'ρθη
    135 όξω από θάλασσα, αλαφρός, και θα σε γλυκοπάρη
    μες στα καλά γεράματα, που ολόγυρα οι λαοί σου
    θα χαίρουνται καλοτυχιά. Σού 'πα όλη την αλήθεια.»
    Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
    «Έτσι θα τα 'χουνε οι θεοί κλωσμένα, ώ Τειρεσία.
    140 Μα πες μου τώρα ξάστερα κι αυτό· της πεθαμένης
    μανούλας μου, να, την ψυχή εδώ βλέπω καθισμένη
    σιμά στο αίμα αμίλητη, και δε γυρνάει, του γιου της
    να δη την όψη αγνάντια της, και να του προσμιλήση.
    Πώς άραγες θα μ' ένιωθε πως είμαι το παιδί της;»
    145 Είπα, κι ο μάντης γύρισε κι απολογήθη αμέσως·
    «Εύκολο πράμα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
    όποιον απ' τους νεκρούς να ρθή σιμά στο αίμα αφήσης,
    αυτός αλήθειες θα σου πή· μα όποιονε εσύ διώχνεις,
    αυτός τραβιέται μακριά και ξαναφεύγει πίσω.»
    150 Σαν είπε αυτά, κι ορμήνεψε τη μοίρα ο Τειρεσίας,
    στον Άδη ξαναγύρισε· ως τόσο εγώ στεκόμουν
    ωσότου η μάνα ζύγωσε και μαύρο ρούφηξε αίμα·
    και τότ' ευτύς με γνώρισε και μου 'κρενε θρηνώντας·
    155 «Πώς ήρθες, γιέ μου, ζωντανός στα μαύρα αυτά σκοτάδια;
    Δύσκολο για τους ζωντανούς να δούνε αυτά εδώ κάτω.
    [ Τρανοί στη μέση ποταμοί και φοβερά ποτάμια·
    και πρώτ' απ' όλα ο Ωκεανός, που να διαβή κανένας
    πεζός δε δύνεται, χωρίς καλόφτιαστο καράβι.]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Για σένα Νικο Σαββόπουλε, (σε μετάφραση δυστυχώς γιατι το γνήσιο είναι μόνο για λίγους.) Μπάς και αντιληφθείτε όλοι εσείς κάποτε ότι αυτά που 20 αιώνες τώρα σας σερβίρησας (με το ζόρι) δεν είναι ΕΛΛΗΝΙΚΑ!!!!
    Αλλα είναι τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ευαγγέλια.


    Ομήρου Οδύσσεια
    λ
    Νέκυια.
    Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
    Και στο γιαλό σαν ήρθαμε και στο γοργό καράβι,
    πρώτα απ' τη γης τα σύραμε στην ώρια κυματούσα,
    και το κατάρτι στήσαμε και τα πανιά του απάνω,
    και πήραμε και βάλαμε τα πρόβατα· και μέσα
    5 κι εμείς θλιμμένοι μπήκαμε πικρά χύνοντας δάκρυα.
    Και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
    η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,
    πρύμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
    Και τ' άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα
    10 ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.
    Με τεντωμένα τα πανιά αρμενίζαμε ολημέρα,
    μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
    στου τρίσβαθου βρεθήκαμε του Ωκεανού τις άκρες,
    εκεί που των Κιμμεριωτών είν' ο λαός κι η χώρα,
    15 που καταχνιά και σύγνεφα για πάντα τους σκεπάζουν,
    και του ήλιου του χρυσόλαμπρου δεν τους θωρούν οι αχτίδες,
    μήτε προς τ' αστερόσπαρτα σαν ανεβαίνη ουράνια,
    μήτ' απ' τα ύψη τ' ουρανού στη γης σαν κατεβαίνη,
    μόνε τους άμοιρους φριχτή πλακώνει πάντα νύχτα.
    20 Ήρθαμε αυτού κι αράξαμε, και βγάλαμε τ' αρνιά μας,
    και τότες ακλουθήσαμε του Ωκεανού το ρέμα,
    ώσπου στο μέρος φτάσαμε που η Κίρκη είχε ορμηνέψει.
    Εκεί σφαχτά ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης φέραν,
    κι εγώ έσυρα το κοφτερό σπαθί από το πλευρό μου,
    25 κι έσκαψα λάκκο ως πήχη μιά, του μάκρου και του πλάτου·
    και χύνω ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,
    πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο
    πάλε νερό· και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι·
    και λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια
    30 των πεθαμένων, έταξα πως άμα ερθώ στο Θιάκι
    στείρα δαμάλα διαλεχτή στον πύργο μου θα σφάξω,
    και πως θ' ανάψω τους πυρά γεμάτη ωραία δώρα,
    και χώρια αρνί κατάμαυρο του Τειρεσία θα κόψω,
    του κοπαδιού το πιο καλό. Και των νεκρών τα πλήθια
    με τάματα και προσευκές θερμοπαρακαλώντας,
    35 πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα στο λάκκο· και το αίμα
    έτρεχε ολόμαυρο. Άρχισαν των πεθαμένων τότες
    και μαζευόνταν οι ψυχές απ' το Έρεβος το μαύρο,
    νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι,
    παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες,
    40 κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,
    νεκροί που είχανε τ' άρματα με το αίμα τους βαμμένα
    κι εδώθε εκείθε αρίθμητοι γύρω στο λάκκο ερχόνταν,
    με αχό πολύ, και μ' έπιανε χλωμός εμένα φόβος.
    Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
    45 τ' αρνιά που τα 'χε αλύπητο μαχαίρι εκεί ριγμένα,
    και προσευκές να κάμουνε στους δυό θεούς, στον Άδη
    το φοβερό, και στη σκληρή συνάμα Περσεφόνη·
    κι εγώ, απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
    των πεθαμένων έδιωχνα τ' αδύναμα κεφάλια,
    50 μακριά απ' το αίμα, ως ν' ακουστή του Τειρεσία ο λόγος.
    Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή μας ήρθε, του συντρόφου,
    τι ακόμα μες στη μαύρη γης δεν ήτανε θαμμένος,
    που εμείς το σώμα αφήκαμε στης Κίρκης τα παλάτια,
    άκλαυτο κι άθαφτο, γιατί μας έβιαζε άλλος μόχτος.
    55 Τον είδα, και δακρύσανε τα μάτια μου απ' τον πόνο
    και φώναξά τον, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·
    «Ελπήνορα, πως έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια
    πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;»
    Είπα, και βαριοστέναξε κι απολογήθη εκείνος·
    60 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
    θεού κατάρα, και πιοτό περίσσιο μ' αφανίσαν·
    αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια,
    κι αντίς ξανά απ' την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα,
    εγώ μπροστά μου ολόϊσα τράβηξα κι απ' τη στέγη
    65 κάτου έπεσα, κι ο σβέρκος μου έσπασε απ' τα σφοντύλια,
    κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου.
    Μα τώρα, στ' όνομα εκεινών που ακόμα εδώ δεν ήρθαν,
    της σύγκοιτης, και του γονιού που σ' έθρεφε μικρούλη,
    και του Τηλέμαχου, που εκεί μονάχο τον αφήκες,—
    γιατί ξέρω, γυρίζοντας απ' του Άδη τα λημέρια,
    70 στης Αίας πάλε το νησί θ' αράξης το καράβι, —
    παρακαλώ σε, ώ βασιλιά, θυμήσου με σα φτάσης,
    μη φύγης κι άκλαυτο, άθαφτο μ' αφήσης εκεί πέρα,
    και γίνω αιτία να οργιστή κανένας θεός μαζί σου.
    Μόν' πάρε με και κάψε με μαζί με τ' άρματά μου,
    75 και βάλε στον αφρόλευκο γιαλό κοντά μνημούρι,
    να με πονούν τον άμοιρο κατόπι όσοι το βλέπουν
    κάμε μου αυτά, και το κουπί στο μνήμα απάνω στήσε
    το ίδιο που ζώντας έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
    Είπε, κι εγώ του μίλησα κι απολογήθηκά του·
    80 «Όλα, όσα μου 'πες, άμοιρε, σωστά θα σου τα κάμω,»
    Τέτοιες κουβέντες θλιβερές κάναμε ο ένας του άλλου,
    εγώ απ' τη μιά τη σπάθα μου κρατώντας στο αίμ' απάνω,
    το φάντασμα του Ελπήνορα λαλώντας απ' την άλλη.
    Κι ήρθε σιμά τότε η ψυχή της πεθαμένης μάνας,
    85 του αντρόψυχου του Αυτόλυκου η θυγατέρα Αντίκλεια,
    που την αφήκα ζωντανή σα μίσευα στην Τροία.
    Την είδα εγώ και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου·
    ως τόσο δεν την άφηνα το αίμα να ζυγώση,
    όσο πολύ κι αν θλίβομουν, πρί μου μιλήση ο μάντης.
    90 Και του Θηβαίου ήρθε σιμά η ψυχή του Τειρεσία,
    και κράταε το χρυσό ραβδί· με γνώρισε, και μου 'πε·
    «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
    τι αφήκες, ώ κακόμοιρε, το φως του ήλιου κι ήρθες
    να δης νεκρούς κι αυτόν εδώ, τον άχαρο τον κόσμο ;
    95 Φεύγα απ' το λάκκο, μέριασε το κοφτερό σπαθί σου,
    αίμα να πιώ, και να σου πω κατόπι την αλήθεια.»
    Είπε, κι εγώ τραβήχτηκα, και στο φηκάρι χώνω
    τ' αργυροκάρφωτο σπαθί· κι αίμα σαν ήπιε μαύρο,
    ο μέγας μάντης λάλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε·
    100 «Γλυκειά πατρίδα μελετάς, θεόλαμπρε Οδυσσέα·
    όμως σε μάχεται ο θεός· θαρρώ πως δεν ξεφεύγεις
    τον Κοσμοσείστη, που θυμό για σένα μέσα του έχει,
    και βράζει από τη μάνητα, που τύφλωσες το γιό του.
    Μα πάλε όσα κι αν πάθετε, θα φτάσετε αν θελήσης,
    105 να βασταχτής, κι εσύ κι αυτοί οι συντρόφοι σου, άμα πάτε
    στης Θρινακίας το νησί με το καλόφτιαστό σου
    καράβι, πίσω αφήνοντας τα μενεξιά πελάγη·
    θα βρήτε εκεί να βόσκουνε τα πρόβατα και βόδια
    του Ήλιου, που αποπάνωθε βλέπει κι ακούει τα πάντα.
    110 Αυτά αν αφήσης άβλαβα, κι αν θες το γυρισμό σου,
    όσο πολλά κι αν πάθετε πάλε στο Θιάκι πάτε·
    μα αν τα πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο
    και στους συντρόφους κι ίδιος σου ά σωθής, θα κακοφτάσης
    αργά, με δίχως σύντροφο, και με καράβι ξένο.
    115 Και θα 'βρης μες στο σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια·
    άντρες απόκοτους θα βρης να καταλούν το βιός σου,
    με δώρα τ' ώριο ταίρι σου να πάρουν πολεμώντας.
    Όμως γι' αυτά θα γδικιωθής, σου λέω εγώ, σα φτάσης·
    κι αφού μες στα παλάτια σου χαλάσης τους μνηστήρες,
    120 με απάτη ή κι ολοφάνερα με κοφτερό λεπίδι,
    θα σύρης τότε παίρνοντας το δυνατό κουπί σου,
    να πάς στη χώρα των αντρών που θάλασσα δεν ξέρουν,
    και που φαΐ δεν συνηθούν να τρώνε αλατισμένο,
    και μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
    125 μήτε τα δυνατά κουπιά, που 'ναι φτερά των πλοίων.
    Νά, και σημάδι ξάστερο, που δε θα σου ξεφύγη·
    σαν ανταμώσης άλλονε στο δρόμο ταξιδιώτη,
    και λέει δικράνι πως βαστάς στον ώριο σου τον ώμο,
    τότες το δυνατό κουπί μπήξε στη γης, και κάμε
    130 καλόδεχτες θυσίες εκεί στο ρήγα Ποσειδώνα,
    κριάρι, ταύρο σφάζοντας, κι αγριόχοιρο βαρβάτο·
    και γύρνα στην πατρίδα σου εκατοβοδιές να κάμης
    ιερές για τους αθάνατους που ορίζουνε τα ουράνια,
    με τη σειρά του καθενού· κι ο θάνατος θα σου 'ρθη
    135 όξω από θάλασσα, αλαφρός, και θα σε γλυκοπάρη
    μες στα καλά γεράματα, που ολόγυρα οι λαοί σου
    θα χαίρουνται καλοτυχιά. Σού 'πα όλη την αλήθεια.»
    Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
    «Έτσι θα τα 'χουνε οι θεοί κλωσμένα, ώ Τειρεσία.
    140 Μα πες μου τώρα ξάστερα κι αυτό· της πεθαμένης
    μανούλας μου, να, την ψυχή εδώ βλέπω καθισμένη
    σιμά στο αίμα αμίλητη, και δε γυρνάει, του γιου της
    να δη την όψη αγνάντια της, και να του προσμιλήση.
    Πώς άραγες θα μ' ένιωθε πως είμαι το παιδί της;»
    145 Είπα, κι ο μάντης γύρισε κι απολογήθη αμέσως·
    «Εύκολο πράμα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
    όποιον απ' τους νεκρούς να ρθή σιμά στο αίμα αφήσης,
    αυτός αλήθειες θα σου πή· μα όποιονε εσύ διώχνεις,
    αυτός τραβιέται μακριά και ξαναφεύγει πίσω.»
    150 Σαν είπε αυτά, κι ορμήνεψε τη μοίρα ο Τειρεσίας,
    στον Άδη ξαναγύρισε· ως τόσο εγώ στεκόμουν
    ωσότου η μάνα ζύγωσε και μαύρο ρούφηξε αίμα·
    και τότ' ευτύς με γνώρισε και μου 'κρενε θρηνώντας·
    155 «Πώς ήρθες, γιέ μου, ζωντανός στα μαύρα αυτά σκοτάδια;
    Δύσκολο για τους ζωντανούς να δούνε αυτά εδώ κάτω.
    [ Τρανοί στη μέση ποταμοί και φοβερά ποτάμια·
    και πρώτ' απ' όλα ο Ωκεανός, που να διαβή κανένας
    πεζός δε δύνεται, χωρίς καλόφτιαστο καράβι.]
    ......

    Και έπεται συνέχεια.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Α στο διάλο νικολάκι σαβόπουλο μέκανες
    και γέλασα μέσα σε τούτη τη μαυρίλα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. 5:52,μή βιάζεσαι,γάμα σέ 2 χρόνια όταν
    πιάσεις τό τελικό μήκος.
    Καί όσον αφορά τήν ανάρτηση...τήν τελευταία
    λέξη,σκύλα τήν κάνεις πιό λιανά?
    Βλάκας είμαι,δέν τό έπιασα.
    Επιφυλακτικά.(είναι προστακτική τού
    ρήματος σκυλεύω? σέ παλιούς καιρούς βέβαια).
    Αναστάσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Δεν κάνετε καλά πατριώτες να βρίζετε τον κ. Σαβόπουλο. Έμεινε εκτός στρατεύματος με τρελόχαρτο, άρα δικαιούται να λέει μερικές μαλακίες παραπάνω... (Τι μερικές δηλαδή, τόχει κάνει επιστήμη πλέον!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. @Ανώνυμο 20 Απρ 2009 11:37:00 μμ

    Ψεύτης και συκοφάντης είσαι.

    ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΥΠΟΥ Α:

    Πιστοποιείται ότι

    ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ...
    ΣΑ 105/21260/64...........

    1969-21-ΙΟΥΛ. Κατετάγη 6ου Σύνταγμα πεζικού
    ............
    ............
    1971-21-ΙΟΥΛ. Απελύθη ως έφεδρος Ανθ/χαγός πεζικού παρά ελεγκτηρίου Υλικού Στρατού.

    Ημερομηνία έκδοσης ολογράφως:
    Πάτρα, 24 Δεκεμβρίου 2008

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση