Aπό mindthetrap.wordpress.com “Τώρα πια άλλωστε, τίποτα δεν έχει σημασία. Εσύ θα με καταστρέψεις και ότι όμορφο έχω, θα βρεις κάπου να ...
Aπό mindthetrap.wordpress.com
“Τώρα πια άλλωστε, τίποτα δεν έχει σημασία. Εσύ θα με καταστρέψεις και ότι όμορφο έχω, θα βρεις κάπου να το χαρίσεις. Έτσι δεν είναι; Αλήθεια δεν ξέρω γιατί επιλέγω να μιλήσω σε σένα. Δεν ξέρω γιατί διαλέγω να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια και να πονάω και άλλο.
Μη γυρνάς την πλάτη!! Παρακολούθησέ με!! Με ακούς; Tον θυμάμαι να τρέχει να πουλήσει ότι έχει και δεν έχει, για να βοηθήσει τους άλλους και εγώ να θέλω να του φωνάξω, να του πω ότι κινδυνεύει. Τον θυμάμαι πάντα να δίνει κουράγιο και ποτέ να μη ζητάει.
Καμιά φορά, παλιά, όταν ήταν στις καλές του με έπαιρνε και πηγαίναμε για ώρες στις παραλίες. Ήταν μόλις είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Μου είχε μεγάλη αδυναμία! Όταν λοιπόν νύχτωνε, έκλεβε από το υπόγειο του αφεντικού δυο ποτηράκια κρασί, από αυτό που είχε στο βαρέλι, άναβε την πίπα του και ξάπλωνε στην άμμο. Δεν πολυμιλούσε, απλά μία στις τόσες χαμογελούσε πεταχτά. Τότε γυρνούσε στο μέρος μου και μου λέγε:
- Όταν ο Ισχάρ μεγαλώσει ακόμα λίγο, θα του μάθω την τέχνη. Ήταν όνειρο της μάνας του. Δεν πρόλαβε βλέπεις, να του την διδάξει εκείνη. Να δεις που θα του αρέσει. Όλοι μαζί τότε θα γυρνάμε από πόλη σε πόλη και θα χαρίζουμε το εμπόρευμα. Θα το πουλάμε μόνο σε όσους έχουν. Στους άλλους θα το χαρίζουμε και ας μας δίνουν μόνο ένα καρβέλι ψωμί και θα είμαστε καλά.
Αχ, ο Ισχάρ! Τι λατρεία που του είχε. Από όταν πέθανε η μητέρα του, αν και ήταν μικρό παιδί ακόμα, έγινε άντρας απότομα. Όσο έβλεπε πόσο περήφανο έκανε τον πατέρα του, τόσο το πάλευε. Τον θυμάμαι να μας κρυφοκοιτάει από την χαραμάδα της πόρτας, την ώρα που ο Χασάν ύφαινε τα χαλιά στη μηχανή. Είχε μια σπίθα στο μάτι, άλλο πράγμα. Αν κάποια στιγμή γυρνούσε ο πατέρας του το κεφάλι προς την πόρτα, τότε εκείνος ξέφευγε τρέχοντας στις μύτες των ποδιών. Δεν ήθελε να δείξει ότι βιάζεται να μάθει τον αργαλιό, περίμενε τη στιγμή που ο Χασάν θα του το προτείνει.
Εκείνα τα βράδια που σου ‘λεγα πριν, δίπλα στο κύμα, κουβαλούσε μαζί του ένα μικρό κασετοφωνάκι. Δεν το πολυέβαζε μπρος συχνά, φοβόταν τι θα πουν οι άλλοι, μην τον περάσουν για κλέφτη. Ήταν δώρο του γιου του αφεντικού που γυρόφερνε συχνά σε διάφορες χώρες. Για να πω την αλήθεια, δεν του το είχε δωρίσει ακριβώς. Πολλές φορές, όταν το μαγαζί έκλεινε, έμπαινε ο μικρός και σούφρωνε λιγοστά ψιλά από το ταμείο. Ένα βράδυ καθώς περνούσαμε απ’εξω, τον είδαμε να ψαχουλεύει στα συρτάρια. Μας αντιλήφθηκε και τότε πλησίασε τρομαγμένος και μας είπε:
- Χασάν σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα στον πατέρα. Να δες, αυτά πήρα μόνο. Δε μας δίνει καθόλου χρήματα. Τι να κάνω και εγώ; Έρχομαι λίγο πριν κλείσει, τον ποτίζω στα κρασιά να ζαλιστεί, να χάσει το μέτρημα και ξαναγυρνάω λίγο μετά να πάρω το μερίδιό μου. Πως θα ζήσουμε; Αυτός πάει πάνω στις πλάτες μας να χτίσει βασίλεια; Aπορώ τι θα τα κάνει.. Οι μέρες είναι δύσκολες.. Ξέρεις..
Ο Χασάν δε μίλησε. Και έτσι ο Φαρίτ για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε το κασετόφωνο. Ως ένδειξη φιλίας. Είχε δίκιο σε όσα μας είπε εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας του ήταν από τους πιο γνωστούς απατεώνες στο Λίβανο. Έκλεβε, χτυπούσε, έφερνε γυναίκες και τις έβγαζε στο δρόμο. Κάποιοι έλεγαν πως είχε σκοτώσει κιόλας. Τι τα θες όμως; Είχε δύναμη και εξουσία.
Άλλο σου έλεγα όμως.. Έβαζε λοιπόν μπρος το κασετοφωνάκι και τραγουδούσε. Εκεί να δεις χαρά! Τι και αν είμασταν μόνοι μας, εκείνος διασκέδαζε λες και είχε πανηγύρι! Πάνω στη μέθη και τη παραφροσύνη των στιγμών με αγκάλιαζε και με φιλούσε. Μετά ξεκινούσε πάλι να τραγουδάει, δυνατά, παθιασμένα. Αν καμιά φορά του ξέφευγε κανένα δάκρυ, γυρνούσε στον ορίζοντα λες και προσπαθούσε να κρυφτεί από μένα και σκούπιζε στα μανίκια το πρόσωπό του. Στρεφόταν στο τέλος προς το μέρος μου και με κοιτούσε συνωμοτικά λίγο πριν με καληνυχτίσει και φύγει για το σπίτι.
Τις πρώτες μέρες αν και το κλίμα ήταν ήδη αρκετά πολεμικό, δεν έδειχνε να τροκρατεί και τόσο. Από τη μια οι διαβεβαιώσεις της πολιτείας πως πολύ σύντομα όλα θα τελείωναν, από την άλλη το αγωνιστικό φρόνημα που κυριαρχούσαν, έγιναν οι κύριες αιτίες που η ψυχολογία μας δεν κατρακύλησε.
Στο μαγαζί βεβαία οι δουλειές έπεσαν κατακόρυφα. Όσο για χρήματα; Ούτε λόγος! Ευτυχώς που υπήρχε και ο Φαρίτ και χάριζε στον Χασαν που και που ορισμένα.
Μπορείς να με ακούσεις και να πάψεις να παρατηρείς δεξιά και αριστερά;
Λοιπόν, σου ‘λεγα ότι λεφτά δεν είχαμε Πολύ λίγα, ίσα για φαγητό. Σε μία από αυτές τις νυχτερινές περιπλανήσεις στην παραλία, αποφάσισε να ξοδέψει τα χρήματα που μάζευε χρόνια για τον μικρό. Έπρεπε να βοηθηθούν και οι υπόλοιποι. Μια ολόκληρη γειτονιά, μάλλον τι γειτονιά; Μια ολόκληρη πόλη ήταν στους δρόμους. Τα ξέρεις. Βάλθηκε λοιπόν ο Χασάν να τους σώσει όλους. Άνοιξε τα ντουλάπια και ξεκίνησε να μοιράζει κονσέρβες και φάρμακα. Πριν το κάνει, μίλησε με τον Ισχάρ. Πήγαμε όλοι μαζί μια βόλτα και του υποσχέθηκε πως πολύ σύντομα θα ξαναγέμιζε τον κουμπαρά.
Όταν ξεκίνησαν οι έντονες εχθροπραξίες τον βρήκαν εντελώς απροετοίμαστο. Όπως όλους μας άλλωστε. Τον θυμάμαι που ανησυχούσε τι θα εξηγήσει στον Ισχάρ. Αυτό ήταν το μεγάλο του άγχος. Μην καταλάβει το παιδί τι ακριβώς συμβαίνει και τρομάξει. Ακόμα και τους πυροβολισμούς, τους παρουσίαζε για βροντές. Πήγαινε ο Χασάν στο κρεβάτι του, τον αγκάλιαζε και του έκλεινε τα αυτιά. Του ‘λεγε τότε ο μικρός:
-Ηρέμησε μπαμπά! Δε φοβάμαι πια τις βροντές!
Ο Ισχάρ βέβαια, είχε καταλάβει απόλυτα τι γινόταν και μας κορόιδευε.
Αντί όμως τα πράγματα να πηγαίνουν καλύτερα, όλο και χειροτέρευαν. Οι υποσχέσεις της πολιτείας, πλέον είχαν γίνει κακόγουστα αστεία.
Tον θυμάμαι να τρέχει να πουλήσει ότι έχει και δεν έχει, για να βοηθήσει τους άλλους και εγώ να θέλω να του φωνάξω, να του πω ότι κινδυνεύει. Στο ξανάπα όμως αυτό, έτσι; Τι κρίμα που ποτέ του, δε μπόρεσε να με ακούσει!
Μια μέρα πριν με φέρουν σε σένα, τον άκουσα να λέει πως πρέπει να πάρει το παιδί και να φύγουμε όλοι μαζί από την πόλη. Το σπίτι του είχε χτυπηθεί από τις βόμβες και όπως οι περισσότεροι από τη γειτονιά, είχε αρχίσει να μαζεύει τα υπάρχοντά του.
Τι τρομακτική μέρα εκείνη Θέε μου!
Με πονάς με αυτό που κάνεις!! Μπορείς να περιμένεις να τελειώσω την ιστορία; Λίγα λεπτά δώσε μου ακόμα και μετά κάνε ό,τι θες.
Έλεγα λοιπόν, πως όλη τη νύχτα δε μπόρεσα να ηρεμήσω λεπτό. Για που θα ξεκινούσαμε; Για το άγνωστο; Δεν είχαμε τίποτα και κανέναν. Βέβαια ούτε η εκδοχή να παραμείνουμε εδώ μου φαινόταν σωστή, αλλά το να δραπετεύσουμε έτσι, με τρόμαζε όσο τίποτα. Πέρασα αυτές τις τελευταίες ώρες προσπαθώντας να σκεφτώ τον τρόπο, που θα τον ανάγκαζα να μη φύγουμε. Αυτές είναι οι ώρες που τώρα με πονάνε περισσότερο από οτιδήποτε. Πιο πολύ και από τον σιδερένιο τροχό που μου χώνεις.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε λοιπόν, άρχισα να με διαλύω. Ένα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Χωρίς εμένα δε θα μπορούσε να πάει πουθενά. Τι εγωιστικά που σκέφτηκα!!
Έσπασα τα φρένα μου, ξεβίδωσα τα πετάλια μου, αποσυντόνισα τις ταχύτητές μου!
Την ώρα που ο Χασάν με τον Ισχάρ μπήκαν μέσα, πίσω μας γινόταν χαλασμός. Φωτιές, σώματα ακρωτηριασμένα στο δρόμο, πεταμένα ρούχα και έπιπλα. Μια πραγματική κόλαση! Δεν πρόλαβε να σκεφτεί, να καταλάβει, όλα όσα είχα διαλύσει.
Έβαλε το κλειδί στο τιμόνι και άρχισε να τρέχει.
Ο Ισχάρ ούρλιαζε. Ο Χασάν δε μπορούσε να ανακτήσει τον έλεγχό μου. Εγώ πνιγόμουν στις ενοχές μου, καταλάβαινα τι ακολουθούσε. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή, ήθελα να κάνω κάτι να τα αλλάξω όλα. Έβλεπα μπροστά μου το φορτηγό και δε μπορούσα να σταματήσω, δεν προλάβαινα να κάνω κάτι. Τα φρένα είχαν σπάσει.. Θυμάμαι μόνο την κραυγή του Χασάν, όταν είδε το γιο του, να πετάγεται από το παράθυρό μου και να πέφτει στο κενό. Εγώ διαλύθηκα και λίγες ώρες αργότερα βρέθηκα σε σένα,.
Ο Χασάν με παράτησε στην άκρη του δρόμου και κάποιοι ξένοι, με έφεραν σε εσένα για να με αποτελειώσεις. Έτσι δεν είναι;
Άντε, τι με κοιτάς; Βάλε τον τροχό και ξεκίνα να με κόβεις. Τι περιμένεις; Μην με ψαχουλεύεις. Τι νόμιζεις ότι θα βρεις κάτι όμορφο να πουλήσεις; Τίποτα όμορφο δεν έχω. Σπάσε με. Ένα κάρο παλιοσίδερα είμαι.
Πιο δυνατά σου λέω! Πιο δυνατά! Ξεβίδωσε τον τροχό, πέτα μου όλα τα τζάμια. Βλέπεις τη σοκολάτα στο κάθισμα; Του Ισχάρ σημάδι είναι.
Σταμάτα μια στιγμή. Μη σπας για λίγο.
‘Ανοιξε το μπροστινό ντουλαπάκι, πιάσε τη φωτογραφία που θα βρεις και στείλε την στον Χασάν.
Εντάξει, τώρα ξεκίνα ξανά.
Σίγουρα δεν υπάρχει πια τίποτα όμορφο εδώ γύρω.”
γιατί η μόνη που δικαιούται να γίνει μελό, είναι η λογοτεχνία και οι προσπάθειες της
“Τώρα πια άλλωστε, τίποτα δεν έχει σημασία. Εσύ θα με καταστρέψεις και ότι όμορφο έχω, θα βρεις κάπου να το χαρίσεις. Έτσι δεν είναι; Αλήθεια δεν ξέρω γιατί επιλέγω να μιλήσω σε σένα. Δεν ξέρω γιατί διαλέγω να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια και να πονάω και άλλο.
Μη γυρνάς την πλάτη!! Παρακολούθησέ με!! Με ακούς; Tον θυμάμαι να τρέχει να πουλήσει ότι έχει και δεν έχει, για να βοηθήσει τους άλλους και εγώ να θέλω να του φωνάξω, να του πω ότι κινδυνεύει. Τον θυμάμαι πάντα να δίνει κουράγιο και ποτέ να μη ζητάει.
Καμιά φορά, παλιά, όταν ήταν στις καλές του με έπαιρνε και πηγαίναμε για ώρες στις παραλίες. Ήταν μόλις είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Μου είχε μεγάλη αδυναμία! Όταν λοιπόν νύχτωνε, έκλεβε από το υπόγειο του αφεντικού δυο ποτηράκια κρασί, από αυτό που είχε στο βαρέλι, άναβε την πίπα του και ξάπλωνε στην άμμο. Δεν πολυμιλούσε, απλά μία στις τόσες χαμογελούσε πεταχτά. Τότε γυρνούσε στο μέρος μου και μου λέγε:
- Όταν ο Ισχάρ μεγαλώσει ακόμα λίγο, θα του μάθω την τέχνη. Ήταν όνειρο της μάνας του. Δεν πρόλαβε βλέπεις, να του την διδάξει εκείνη. Να δεις που θα του αρέσει. Όλοι μαζί τότε θα γυρνάμε από πόλη σε πόλη και θα χαρίζουμε το εμπόρευμα. Θα το πουλάμε μόνο σε όσους έχουν. Στους άλλους θα το χαρίζουμε και ας μας δίνουν μόνο ένα καρβέλι ψωμί και θα είμαστε καλά.
Αχ, ο Ισχάρ! Τι λατρεία που του είχε. Από όταν πέθανε η μητέρα του, αν και ήταν μικρό παιδί ακόμα, έγινε άντρας απότομα. Όσο έβλεπε πόσο περήφανο έκανε τον πατέρα του, τόσο το πάλευε. Τον θυμάμαι να μας κρυφοκοιτάει από την χαραμάδα της πόρτας, την ώρα που ο Χασάν ύφαινε τα χαλιά στη μηχανή. Είχε μια σπίθα στο μάτι, άλλο πράγμα. Αν κάποια στιγμή γυρνούσε ο πατέρας του το κεφάλι προς την πόρτα, τότε εκείνος ξέφευγε τρέχοντας στις μύτες των ποδιών. Δεν ήθελε να δείξει ότι βιάζεται να μάθει τον αργαλιό, περίμενε τη στιγμή που ο Χασάν θα του το προτείνει.
Εκείνα τα βράδια που σου ‘λεγα πριν, δίπλα στο κύμα, κουβαλούσε μαζί του ένα μικρό κασετοφωνάκι. Δεν το πολυέβαζε μπρος συχνά, φοβόταν τι θα πουν οι άλλοι, μην τον περάσουν για κλέφτη. Ήταν δώρο του γιου του αφεντικού που γυρόφερνε συχνά σε διάφορες χώρες. Για να πω την αλήθεια, δεν του το είχε δωρίσει ακριβώς. Πολλές φορές, όταν το μαγαζί έκλεινε, έμπαινε ο μικρός και σούφρωνε λιγοστά ψιλά από το ταμείο. Ένα βράδυ καθώς περνούσαμε απ’εξω, τον είδαμε να ψαχουλεύει στα συρτάρια. Μας αντιλήφθηκε και τότε πλησίασε τρομαγμένος και μας είπε:
- Χασάν σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα στον πατέρα. Να δες, αυτά πήρα μόνο. Δε μας δίνει καθόλου χρήματα. Τι να κάνω και εγώ; Έρχομαι λίγο πριν κλείσει, τον ποτίζω στα κρασιά να ζαλιστεί, να χάσει το μέτρημα και ξαναγυρνάω λίγο μετά να πάρω το μερίδιό μου. Πως θα ζήσουμε; Αυτός πάει πάνω στις πλάτες μας να χτίσει βασίλεια; Aπορώ τι θα τα κάνει.. Οι μέρες είναι δύσκολες.. Ξέρεις..
Ο Χασάν δε μίλησε. Και έτσι ο Φαρίτ για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε το κασετόφωνο. Ως ένδειξη φιλίας. Είχε δίκιο σε όσα μας είπε εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας του ήταν από τους πιο γνωστούς απατεώνες στο Λίβανο. Έκλεβε, χτυπούσε, έφερνε γυναίκες και τις έβγαζε στο δρόμο. Κάποιοι έλεγαν πως είχε σκοτώσει κιόλας. Τι τα θες όμως; Είχε δύναμη και εξουσία.
Άλλο σου έλεγα όμως.. Έβαζε λοιπόν μπρος το κασετοφωνάκι και τραγουδούσε. Εκεί να δεις χαρά! Τι και αν είμασταν μόνοι μας, εκείνος διασκέδαζε λες και είχε πανηγύρι! Πάνω στη μέθη και τη παραφροσύνη των στιγμών με αγκάλιαζε και με φιλούσε. Μετά ξεκινούσε πάλι να τραγουδάει, δυνατά, παθιασμένα. Αν καμιά φορά του ξέφευγε κανένα δάκρυ, γυρνούσε στον ορίζοντα λες και προσπαθούσε να κρυφτεί από μένα και σκούπιζε στα μανίκια το πρόσωπό του. Στρεφόταν στο τέλος προς το μέρος μου και με κοιτούσε συνωμοτικά λίγο πριν με καληνυχτίσει και φύγει για το σπίτι.
Τις πρώτες μέρες αν και το κλίμα ήταν ήδη αρκετά πολεμικό, δεν έδειχνε να τροκρατεί και τόσο. Από τη μια οι διαβεβαιώσεις της πολιτείας πως πολύ σύντομα όλα θα τελείωναν, από την άλλη το αγωνιστικό φρόνημα που κυριαρχούσαν, έγιναν οι κύριες αιτίες που η ψυχολογία μας δεν κατρακύλησε.
Στο μαγαζί βεβαία οι δουλειές έπεσαν κατακόρυφα. Όσο για χρήματα; Ούτε λόγος! Ευτυχώς που υπήρχε και ο Φαρίτ και χάριζε στον Χασαν που και που ορισμένα.
Μπορείς να με ακούσεις και να πάψεις να παρατηρείς δεξιά και αριστερά;
Λοιπόν, σου ‘λεγα ότι λεφτά δεν είχαμε Πολύ λίγα, ίσα για φαγητό. Σε μία από αυτές τις νυχτερινές περιπλανήσεις στην παραλία, αποφάσισε να ξοδέψει τα χρήματα που μάζευε χρόνια για τον μικρό. Έπρεπε να βοηθηθούν και οι υπόλοιποι. Μια ολόκληρη γειτονιά, μάλλον τι γειτονιά; Μια ολόκληρη πόλη ήταν στους δρόμους. Τα ξέρεις. Βάλθηκε λοιπόν ο Χασάν να τους σώσει όλους. Άνοιξε τα ντουλάπια και ξεκίνησε να μοιράζει κονσέρβες και φάρμακα. Πριν το κάνει, μίλησε με τον Ισχάρ. Πήγαμε όλοι μαζί μια βόλτα και του υποσχέθηκε πως πολύ σύντομα θα ξαναγέμιζε τον κουμπαρά.
Όταν ξεκίνησαν οι έντονες εχθροπραξίες τον βρήκαν εντελώς απροετοίμαστο. Όπως όλους μας άλλωστε. Τον θυμάμαι που ανησυχούσε τι θα εξηγήσει στον Ισχάρ. Αυτό ήταν το μεγάλο του άγχος. Μην καταλάβει το παιδί τι ακριβώς συμβαίνει και τρομάξει. Ακόμα και τους πυροβολισμούς, τους παρουσίαζε για βροντές. Πήγαινε ο Χασάν στο κρεβάτι του, τον αγκάλιαζε και του έκλεινε τα αυτιά. Του ‘λεγε τότε ο μικρός:
-Ηρέμησε μπαμπά! Δε φοβάμαι πια τις βροντές!
Ο Ισχάρ βέβαια, είχε καταλάβει απόλυτα τι γινόταν και μας κορόιδευε.
Αντί όμως τα πράγματα να πηγαίνουν καλύτερα, όλο και χειροτέρευαν. Οι υποσχέσεις της πολιτείας, πλέον είχαν γίνει κακόγουστα αστεία.
Tον θυμάμαι να τρέχει να πουλήσει ότι έχει και δεν έχει, για να βοηθήσει τους άλλους και εγώ να θέλω να του φωνάξω, να του πω ότι κινδυνεύει. Στο ξανάπα όμως αυτό, έτσι; Τι κρίμα που ποτέ του, δε μπόρεσε να με ακούσει!
Μια μέρα πριν με φέρουν σε σένα, τον άκουσα να λέει πως πρέπει να πάρει το παιδί και να φύγουμε όλοι μαζί από την πόλη. Το σπίτι του είχε χτυπηθεί από τις βόμβες και όπως οι περισσότεροι από τη γειτονιά, είχε αρχίσει να μαζεύει τα υπάρχοντά του.
Τι τρομακτική μέρα εκείνη Θέε μου!
Με πονάς με αυτό που κάνεις!! Μπορείς να περιμένεις να τελειώσω την ιστορία; Λίγα λεπτά δώσε μου ακόμα και μετά κάνε ό,τι θες.
Έλεγα λοιπόν, πως όλη τη νύχτα δε μπόρεσα να ηρεμήσω λεπτό. Για που θα ξεκινούσαμε; Για το άγνωστο; Δεν είχαμε τίποτα και κανέναν. Βέβαια ούτε η εκδοχή να παραμείνουμε εδώ μου φαινόταν σωστή, αλλά το να δραπετεύσουμε έτσι, με τρόμαζε όσο τίποτα. Πέρασα αυτές τις τελευταίες ώρες προσπαθώντας να σκεφτώ τον τρόπο, που θα τον ανάγκαζα να μη φύγουμε. Αυτές είναι οι ώρες που τώρα με πονάνε περισσότερο από οτιδήποτε. Πιο πολύ και από τον σιδερένιο τροχό που μου χώνεις.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε λοιπόν, άρχισα να με διαλύω. Ένα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Χωρίς εμένα δε θα μπορούσε να πάει πουθενά. Τι εγωιστικά που σκέφτηκα!!
Έσπασα τα φρένα μου, ξεβίδωσα τα πετάλια μου, αποσυντόνισα τις ταχύτητές μου!
Την ώρα που ο Χασάν με τον Ισχάρ μπήκαν μέσα, πίσω μας γινόταν χαλασμός. Φωτιές, σώματα ακρωτηριασμένα στο δρόμο, πεταμένα ρούχα και έπιπλα. Μια πραγματική κόλαση! Δεν πρόλαβε να σκεφτεί, να καταλάβει, όλα όσα είχα διαλύσει.
Έβαλε το κλειδί στο τιμόνι και άρχισε να τρέχει.
Ο Ισχάρ ούρλιαζε. Ο Χασάν δε μπορούσε να ανακτήσει τον έλεγχό μου. Εγώ πνιγόμουν στις ενοχές μου, καταλάβαινα τι ακολουθούσε. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή, ήθελα να κάνω κάτι να τα αλλάξω όλα. Έβλεπα μπροστά μου το φορτηγό και δε μπορούσα να σταματήσω, δεν προλάβαινα να κάνω κάτι. Τα φρένα είχαν σπάσει.. Θυμάμαι μόνο την κραυγή του Χασάν, όταν είδε το γιο του, να πετάγεται από το παράθυρό μου και να πέφτει στο κενό. Εγώ διαλύθηκα και λίγες ώρες αργότερα βρέθηκα σε σένα,.
Ο Χασάν με παράτησε στην άκρη του δρόμου και κάποιοι ξένοι, με έφεραν σε εσένα για να με αποτελειώσεις. Έτσι δεν είναι;
Άντε, τι με κοιτάς; Βάλε τον τροχό και ξεκίνα να με κόβεις. Τι περιμένεις; Μην με ψαχουλεύεις. Τι νόμιζεις ότι θα βρεις κάτι όμορφο να πουλήσεις; Τίποτα όμορφο δεν έχω. Σπάσε με. Ένα κάρο παλιοσίδερα είμαι.
Πιο δυνατά σου λέω! Πιο δυνατά! Ξεβίδωσε τον τροχό, πέτα μου όλα τα τζάμια. Βλέπεις τη σοκολάτα στο κάθισμα; Του Ισχάρ σημάδι είναι.
Σταμάτα μια στιγμή. Μη σπας για λίγο.
‘Ανοιξε το μπροστινό ντουλαπάκι, πιάσε τη φωτογραφία που θα βρεις και στείλε την στον Χασάν.
Εντάξει, τώρα ξεκίνα ξανά.
Σίγουρα δεν υπάρχει πια τίποτα όμορφο εδώ γύρω.”
γιατί η μόνη που δικαιούται να γίνει μελό, είναι η λογοτεχνία και οι προσπάθειες της

Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση