GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

Γεννήθηκε σαν σήμερα...

Από τον Αντώνη-Μάριο Παπαγιώτη Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η μάνα μου μου ανάφερε ως παραπομπή τον Γιώργο Σουρή . Ομολογώ δε...

Από τον Αντώνη-Μάριο Παπαγιώτη
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η μάνα μου μου ανάφερε ως παραπομπή τον Γιώργο Σουρή. Ομολογώ δεν τον γνώριζα μέχρι τότε. "Αγράμματο" με απεκάλεσε η Στέλλα.
Σπεύδοντας να διαβάσω γι' αυτόν, ανακάλυψα ότι γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. Τέτοια μέρα, σαν σήμερα. Εκείνος το 1853, εγώ το 1984. Αν και θα έπρεπε εσύ να μου κάνεις το όποιο δώρο, στον υπενθυμίζω -μερικώς- ως αντίδωρο. Παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ, εύστοχος, καυστικός. Μια διαχρονική,....
λογοτεχνική, και σατυρική αξία.






Νὰ ἤμουν παππούς

«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.

Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.

Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.

Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.

Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.

Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό
».

Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...


Ὁ παιχνιδιάρης

Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.

Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.

Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω...
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.

Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.

Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.


Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.

Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Στὸν ἴσκιο μου

Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;

Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.

Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.

Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς...
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.


Οἱ Ἥρωες

Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.

Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.

Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.

Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.


Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!


Στὴ γυναῖκαα μου

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα
κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά,
μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα,
μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.

Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ,
ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά
κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό.

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη
κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά,
πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει
ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά.


Ἀρχηγοί

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.

Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.

Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.

Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.

Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.

Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
 

Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας
συλλεγέντα καὶ ἀναρτηθέντα ἐπὶ τῇ πανηγυρικῇ ἐλεύσει τοῦ ΔΝΤ

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

* * *
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
* * *
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
* * *
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
* * *
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
* * *
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
* * *
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
* * *
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
* * *
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

* * *
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
* * *

1 σχόλιο

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΦΟΡΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *