GRID_STYLE

NONE

ΡΟΗ:

latest

“Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στην Ελλάδα, το χθες και το αύριο”

Γράφει η Δάφνη Πατσιάλα  -Κοινωνιολόγος 1. Εισαγωγή Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια μεγάλη κρίση των συστημάτ...



Γράφει η Δάφνη Πατσιάλα
 -Κοινωνιολόγος

1. Εισαγωγή
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια μεγάλη κρίση των συστημάτων υγείας, που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της πολιτικής υγείας να γεφυρώσει τις ανισότητες στην παρεχόμενη περίθαλψη, μεταξύ των διάφορων κοινωνικό-οικονομικών ομάδων, να εξαλείψει τις ανισότητες στην επικράτηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας μεταξύ διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων και να επιτύχει την αποτελεσματική λειτουργία των ιατροκοινωνικών υπηρεσιών.[1] Οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ανταπόκρισης των συστημάτων υγείας τους. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια μετατόπιση της φροντίδας υγείας από την θεραπεία στην πρόληψη. Η μεταστροφή αυτή της πολιτικής υγείας στην προαγωγή, αγωγή και πρόληψη, διαστάσεις που αποτελούν βασικούς πυλώνες της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας οδήγησε στην αποδοχή του σημαντικού ρόλου αυτής στα σύγχρονα συστήματα υγείας, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της.

Παρόλαυτά η επιτυχία των συστημάτων υγείας στην αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού και την εφαρμογή κατάλληλων διαρθρωτικών αλλαγών ώστε να μετατοπιστεί από ακριβή σε μια πιο αποδοτική εναλλακτική, όπως η ΠΦΥ, δεν έχει καθολική απήχηση. Η σημασία που αποδίδεται στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ποικίλει από χώρα σε χώρα με την κατανομή των πόρων στις περισσότερες χώρες να εξακολουθεί να ευνοεί τη νοσοκομειακή περίθαλψη και την εξειδικευμένη φροντίδα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις αντιλήψεις για το τι είναι η ΠΦΥ και το τι έχει να προσφέρει, εξαιτίας της ανάπτυξής της ως μια μέθοδο ελέγχου για τη μείωση του κόστους και τον περιορισμό της πρόσβασης στη δευτεροβάθμια περίθαλψη, παρά τη θετική συμβολή της στην βελτίωση της υγείας. Αυτό εξηγεί και το παράδοξο της έλλειψης ελκυστικότητας της πρωτοβάθμιας φροντίδας σε εμπειρική βάση και την πλήρη αδιαφορία των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής και των επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι βλέπουν την ΠΦΥ ως μια δραστηριότητα με μικρή επίδραση στη θνησιμότητα και νοσηρότητα με κυρίαρχο ρόλο τη διαλογή περιστατικών – ασθενών στα νοσοκομεία.[2]

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι όμως αυτή που πραγματικά νοσεί στο ελληνικό σύστημα υγείας βρισκόμενη σε ένα τέλμα από το οποίο φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει εδώ και δεκαετίες. Αντίθετα, στην Ευρώπη η ΠΦΥ παίρνει συνεχώς κεντρικότερη θέση στο σύστημα λόγω των δημογραφικών προβλημάτων, αλλά και της αυξανόμενης προσοχής στην προληπτική ιατρική. Λόγω της τραγικής υστέρησης του τομέα ΠΦΥ στην Ελλάδα καθίσταται προβληματική η συμμόρφωση του συστήματος με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την υγεία (καθολικότητα, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική αλληλεγγύη). Υπάρχουν ωστόσο προτάσεις για τη βελτίωση της πολιτικής και για την ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος ΠΦΥ που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του πληθυσμού.[3]

Τα τελευταία χρόνια συντελείται μια ριζική τομή στο σύστημα υγείας, με τον τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας να τοποθετείται στο κέντρο της πολιτικής και επιστημονικής συζήτησης αποτελώντας βασικό συστατικό όλων των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του συστήματος υγείας στην χώρα μας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ενώ όμως όλο αυτό το διάστημα, σε επίπεδο επιστημονικού διαλόγου, διατυπώθηκαν σχέδια και προτάσεις που θα μπορούσαν να προσδώσουν στο σύστημα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα επέτρεπαν την ικανοποίηση των αναγκών υγείας των πολιτών , σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής περιορίστηκε σε νομικά κείμενα, τα οποία εντέλει παρέμειναν ανενεργά.

2. Κυρίως Μέρος

2.1 Προς την θέσπιση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) αποτελεί την πρώτη επαφή του ασθενή με κάποιον επαγγελματία υγείας, γεγονός που την καθιστά κορμό κάθε συστήματος υγείας και που αποτυπώνεται σε όλα τα κείμενα διεθνών οργανισμών εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια. Ιδιαιτέρως μετά την διεθνή διάσκεψη στην Άλμα Άτα διευρύνθηκε ο ρόλος της ΠΦΥ και τοποθετήθηκε η παροχή και ανάπτυξη των υπηρεσιών υγείας με την ΠΦΥ ως κύριο άξονα. Η διακήρυξη της Άλμα Άτα έφερε μια τεράστια αλλαγή στην μέχρι τότε αντίληψη για την παροχή υπηρεσιών υγείας βασίζοντας την στον ορισμό ΄΄υγείας΄΄ του ΠΟΥ, ως όχι μόνο η απουσία ασθένειας αλλά ως η κατάσταση πλήρους φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας.[4] Επιπλέον έκρινε τις ανισότητες στην υγεία ως μη – αποδεκτή συνθήκη, όχι μόνο από κοινωνική και ανθρωπιστική σκοπιά, αλλά και ως δείγμα υγιούς οικονομίας ενός κράτους. Συνοψίζοντας δηλαδή της αρχές της διακήρυξης κατέληξε στα εξής σημεία : ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και υγεία για όλους, κοινωνική συμμετοχή, προαγωγή υγείας, ορθολογική χρήση των πόρων, διατομεακή δράση και συνεργασία.[5]

Η ανάπτυξη της ΠΦΥ στην Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη εν μέσω αέναων νομικών μεταρρυθμίσεων, κάτι που δημιουργεί σοβαρές παρενέργειες στο σύνολο του συστήματος υγείας της χώρας μας. Η ιστορική διαδρομή της ΠΦΥ στην Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τις γενικότερες μεταρρυθμίσεις της πολιτικής υγείας της χώρα και ενώ κάθε νομοθετική προσπάθεια προέβλεπε φιλόδοξες ρυθμίσεις για την ΠΦΥ και παρόλο που κάθε υπουργός υγείας, τυπικά θα λέγαμε, έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος ΠΦΥ, η πραγματικότητα είναι ότι η ΠΦΥ στην Ελλάδα είναι μια έννοια παρεξηγημένη, ταλαιπωρημένη και διαστρεβλωμένη.[6]

Η πρώτη συγκροτημένη παρέμβαση για την ενιαία ανάπτυξη ΠΦΥ στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με το Νόμο 1397/1983, ο οποίος προέβλεπε την ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Ένας νόμος πλήρως προσανατολισμένος στις αρχές της Άλμα-Άτα, καθώς στόχευε στην καθολικότητα, την ασφαλιστική κάλυψη, την ισότητα της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, την ανάπτυξη όλων των βαθμίδων περίθαλψης από το ΕΣΥ και την ποιοτική και ποσοτική αύξηση των επενδύσεων και του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο τομέα. Από τους παραπάνω στόχους κάποιοι επιτεύχθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό, ενώ άλλοι καθόλου. Στο πλαίσιο του ΕΣΥ υπήρχε πρόβλεψη για δημιουργία αστικών και μη αστικών Κέντρων Υγείας και Περιφερειακών Ιατρείων, ωστόσο ενώ προβλέπονταν η κάλυψη των αναγκών τόσο του αγροτικού όσο και του αστικού πληθυσμού, Κέντρα Υγείας αστικού τύπου δεν δημιουργήθηκαν. Αντίθετα, προέκυψε μια πληθώρα ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων από τα οποία τα περισσότερα στην Αθήνα, προσφέροντας πρωτοβάθμιες διαγνωστικές υπηρεσίες συχνά αμφισβητούμενης ποιότητας, που όμως επιβάρυναν κατά πολύ τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης με τα οποία ήταν συμβεβλημένα.[5]

Ακολούθησε ο Νόμος 2071/1992 όπου προέβλεπε την επέκταση της παροχής ΠΦΥ στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ, αλλά και σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην κατ’ οίκον νοσηλεία, τον οικογενειακό ιατρό, τη συμμετοχή του ιδιώτη ιατρού στην ΠΦΥ, καθώς και άλλες ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ανάπτυξης της ΠΦΥ. Σημαντικό σταθμό αποτελεί και η διοικητική και οικονομική απεξάρτηση των Κέντρων Υγείας από τα Νοσοκομεία και η μεταφορά της ευθύνης στις Νομαρχίες κάτι που όμως κράτησε μόνο μέχρι την επόμενη μεταρρύθμιση. Έτσι, με το Ν. 2194/21994, τα Κέντρα Υγείας συνδέθηκαν και πάλι με τα Νοσοκομεία, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα αυτοδύναμου προϋπολογισμού. Με τον ίδιο νόμο τα Περιφερειακά Ιατρεία υπάγονται και λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες των Κέντρων Υγείας.

Σημαντικές ρυθμίσεις προέβλεπε ο Νόμος 2519/97 με δράσεις που εμπίπτουν στο αντικείμενο της ΠΦΥ, όπως με τη διαμόρφωση δικτύων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, δηλαδή το συντονισμό των Κέντρων Υγείας, των Περιφερειακών Ιατρείων και των Πολυϊατρείων των Ασφαλιστικών Οργανισμών σε ένα ενιαίο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών υγείας. Τα περισσότερα όμως από αυτά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Σημαντική τομή αποτέλεσε ο νόμος 2889/2001 ο οποίος εισήγαγε την περιφερειακή συγκρότηση του συστήματος υγείας. Η χώρα διαιρέθηκε σε 17 υγειονομικές περιφέρειες και τα Κέντρα Υγείας (όπως επίσης και τα Νοσοκομεία) υπήχθησαν ως ανεξάρτητες διοικητικές και κλινικές ομάδες στο ΠΕΣΥ κάθε Περιφέρειας.

Δύο ακόμη νόμοι στόχευσαν στην οργάνωση και στο συντονισμό της ΠΦΥ. Ο Νόμος 3172/2003 για την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ο Νόμος 3235/2004 για την Πρωτοβάθμια Υγεία. Κύριο στοιχείο του πρώτου ήταν η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Δημόσιας Υγείας και των αποκεντρωμένων οργάνων του, ενώ στην κύρια στόχευση του δευτέρου εντάσσεται η εισαγωγή του θεσμού του οικογενειακού ιατρού, η πιστοποίηση των ΚΥ, η μετατροπή των πρωτοβάθμιων δομών υγείας των ΟΚΑ(Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης) σε αντίστοιχα ΚΥ και ο ενιαίος έλεγχος των μονάδων ΠΦΥ. Με τους νόμους αυτούς το περιεχόμενο της ΠΦΥ διαχωρίστηκε στη Δημόσια Υγεία (επί της ουσίας το – κατά Άλμα-Άτα− σκέλος της αλληλεπίδρασης της ΠΦΥ με το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον) και ιδίως στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (με έμφαση στο ρόλο της ως πρώτο σημείο επαφής ασθενών με το σύστημα υγείας).

Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση μετά το Νόμο 3235/2004 είναι το πρόγραμμα ‘Καλλικράτης’ (Νόμος 3852/2010) το οποίο προβλέπει τη μεταβίβαση των μειζόνων αρμοδιοτήτων των Διοικήσεων Υγειονομικών Περιφερειών στις Περιφέρειες, ενώ μια σειρά αρμοδιοτήτων των ΔΥΠΕ και των Μονάδων Πρωτοβάθμιας Υγείας τίθεται υπό την ευθύνη των Δήμων. Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας οι αρμοδιότητες αυτές αποτελούν επί της ουσίας ένα σημαντικό τμήμα της διαδικασίας για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικών ΠΦΥ. Με την απόδοση όμως αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ εντείνεται η πολυδιάσπαση των υπηρεσιών ΠΦΥ. Επίσης καθόσον δεν υπάρχει σαφής πρόβλεψη για την διασύνδεση των αποκεντρωμένων φορέων είναι πιθανό να δινόταν προτεραιότητα στις χαμηλούς κόστους αρμοδιότητες και να παραγκωνιζόταν οι πιο ‘ακριβές’ δράσεις της πρόληψης και προαγωγής.

Τέλος, η πλέον πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση στο χώρο της ΠΦΥ είναι ο Νόμος 3918/2011 ο οποίος προβλέπει τη σύσταση του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) υπό την εποπτεία των υπουργείων Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Στα θετικά του Νόμου συγκαταλέγεται η κάλυψη συνολικά των ασφαλισμένων στους ΟΚΑ και ο συντονισμός όλων των παρόχων ΠΦΥ (μονάδες ΕΟΠΥΥ, ΕΣΥ, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ καθώς και συμβεβλημένοι ιδιώτες). Οι μεταρρυθμίσεις έχουν ως κατεύθυνση τον περιορισμό της πολυδιάσπασης, την ισότιμη πρόσβαση, την βελτίωση της διαθεσιμότητας και αποτελεσματικότητας, καθώς και την μείωση του κόστους. Επίσης, επιχειρείται η κάλυψη του κενού των Κ.Υ αστικού τύπου με την αξιοποίηση μονάδων ΠΦΥ των ΟΚΑ και ΟΤΑ. Δεν παύουν όμως να παρουσιάζονται κενά κατά την εφαρμογή του ν., όπως πως θα ενταχθούν τα ΚΥ και ΠΙ στον ΕΟΠΥΥ ενώ ανήκουν διοικητικά στον ΕΣΥ ή το πώς θα επιτευχθεί ο έλεγχος του ΕΟΠΥΥ υπαγόμενος σε δύο υπουργεία? [7,8]

2.2 Η συγκριτική μελέτη του ν.4238 με τις 5 προτάσεις για την οργάνωση του ΕΟΠΥΥ.

Μετά την ανασκόπηση των προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων προς την κατεύθυνση της ΠΦΥ, αλλά και μετά την εκτενή μελέτη των 5 προτάσεων (Task Force, Κοντού, Σουλιώτη, ΟΕΝΓΕ και Μπασκόζου) σχετικά με την οργάνωση του ΕΟΠΥΥ μπορούμε να προχωρήσουμε σε ανάλυση του πλέον ψηφισμένου νόμου 4238/14 για το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ) και τις τροποποιήσεις του σκοπού του ΕΟΠΥΥ. Κοινή αρχή των 5 προτάσεων αλλά και του ίδιου του νόμου αποτελεί η μέριμνα και εγγύηση του κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας, μέσω της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ.) καθολικά και ενιαία στο σύνολο των πολιτών, οι οποίες είναι αναγκαίες και ικανές να διασφαλίσουν την υγεία τους και να προωθήσουν την κοινωνική ευημερία.

Σταθμός του νέου νόμου αποτελεί η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού για την προσφορά υπηρεσιών ΠΦΥ, ενός θεσμού που προβλέπονταν μεν και από παλαιότερους νόμους χωρίς ποτέ όμως να τεθεί σε εφαρμογή. Την αναγκαιότητα του οικογενειακού γιατρού για την εύρυθμη λειτουργία της ΠΦΥ αναγνωρίζουν και οι 5 προτάσεις. Ιδιαίτερα θετικό στοιχείο του νόμου αποτελεί η αναφορά των ειδικοτήτων που μπορούν να ασκούν καθήκοντα οικογενειακού γιατρού καθώς και η πρόβλεψη αναλυτικά των αρμοδιοτήτων του, χωρίς όμως παρόλαυτά να αναφέρεται ξεκάθαρα εάν η επιλογή αυτού θα είναι υποχρεωτική ή όχι.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα Κέντρα Υγείας, που από την πρώτη κιόλας προσπάθεια συγκρότησης ενιαίας παροχής ΠΦΥ (ν. 1397/83) προβλεπόταν η ίδρυσή τους χωρίς ποτέ όμως να γίνει πράξη. Ο νέος νόμος ‘πατάει’ στην δομή της Υγειονομικής Περιφέρειας, όπως αυτές είχαν διαιρεθεί σε προγενέστερο νόμο (Καλλικράτη) και απαιτείται έγκριση σκοπιμότητας για την ίδρυσή τους. Σημαντικό βήμα αποτελεί το ότι η σκοπιμότητα- χρησιμότητα ενός ΚΥ κρίνεται με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα της περιοχής, τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, την πρόσβαση των πολιτών και άλλα κριτήρια που έχουν ως στόχο την καθολικότητα και την ισόρροπη εξυπηρέτηση των κατοίκων μιας περιοχής. Παρόλαυτά όμως, παραμένει αδιευκρίνιστο το αν θα είναι τελικά 24ωρη ή ημερήσια η εφημερία των ΚΥ, παρότι ο νόμος προβλέπει πως θα δύναται για 24ωρη λειτουργία, η τελική εφαρμογή απαιτεί την έκδοση υπουργικής απόφασης δηλαδή βρίσκεται ακόμη στον αέρα. Ως προς το θέμα της εφημερίας οι 4 από τις 5 προτάσεις υποστηρίζουν την ανάγκη 24ωρης λειτουργίας, εκτός από την πρόταση του κ. Κοντού (ΕΟΠΥΥ) που υποστηρίζει την ολοήμερη λειτουργία του συστήματος (8πμ – 8μμ) .[9]

Μελανό σημείο αποτελεί η περίοδος διαθεσιμότητας/ κινητικότητας του προσωπικού του ΕΟΠΥΥ προς τις ΔΥΠε, κατά την οποία αρμόδιοι για την παροχή ΠΦΥ θα ναι οι συμβεβλημένοι γιατροί και τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Μπορεί να αφορά μικρό χρονικό διάστημα, έως έναν μήνα όπως αναφέρεται στον νόμο, στην πράξη έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτούς τους χρόνους και έχει προκαλέσει χάος και συνωστισμό στα νοσοκομεία και τεράστια ταλαιπωρία στους πολίτες. Η σπασμωδική αυτή κίνηση, χωρίς πρόβλεψη τρόπου ομαλής μετάβασης αποτελεί νομοθετική επιπολαιότητα με αποδέκτη τον απλό πολίτη. Ας μην παραβλέψουμε δε ότι με τον ένα η τον άλλο τρόπο τίθενται σε αμφισβήτηση οι εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων στις δημόσιες και κοινωνικοασφαλιστικές δομές ΠΦΥ(ΕΣΥ,ΕΟΠΥΥ). Οι κινητικότητες, διαθεσιμότητες, απολύσεις αποτελούν διακηρυγμένο στόχο της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου και της τρόικας που θα υλοποιηθούν με την κατάργηση μέρους ή όλων των υπαρχουσών δομών του ΕΟΠΥΥ. [10]

Τέλος με την ένταξη των μονάδων του ΕΟΠΥΥ στο ΕΣΥ, μέσω των Υγειονομικών Περιφερειών, τονίζεται ο ρόλος του ΕΟΠΥΥ ως αγοραστή υπηρεσιών υγείας, με ταυτόχρονη κατάργηση του διττού του ρόλου ως αγοραστή και παρόχου υπηρεσιών υγείας, με τη διάλυση των εκατοντάδων Πολυϊατρείων του ΙΚΑ-ΕΟΠΥΥ, γεγονός που οδηγεί σε καθεστώς αύξουσας ιδιωτικοποίησης, υποβάθμισης των δημόσιων δομών και με βάση το μνημονιακό πλέγμα νόμων περί «απελευθέρωσης» του ιατρικού επαγγέλματος, σε μονοπώληση της ΠΦΥ από μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Εδώ πάλι η μοναδική από τις προτάσεις που διαφέρει και υποστηρίζει πως θα πρέπει να ενδυναμωθεί το υφιστάμενο σύστημα εντάσσοντας τις δομές του ΕΣΥ στον ΕΟΠΥΥ είναι αυτή από τον ίδιο τον ΕΟΠΠΥ, στην πρόταση Κοντού.[11]

2.3 Πρόταση βελτίωσης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Κρίνοντας την μεταρρυθμιστική πορεία της ΠΦΥ διαχρονικά παρατηρούμε πως διόλου δεν έλειπαν οι καινοτόμες προτάσεις, αντιθέτως εκεί που έπασχε ήταν στην εφαρμογή των διατάξεων και τον έλεγχο του αποτελέσματος. Αντίστοιχα και στον πιο πρόσφατο νόμο γίνεται σημαντική προσπάθεια ολιστικής προσέγγισης της πρωτοβάθμιας υγείας και μέσω δράσεων πρόληψης και με ενιαίο συντονισμό των παροχών φροντίδας, έτσι τι θα είναι αυτό που θα διαφοροποιήσει ουσιαστικά το αποτέλεσμα;

Ο νέος νόμος προβλέπει στο άρθρο 7 την συλλογή και επεξεργασία όλων των εκθέσεων και αναφορών από το Τμήμα Περιφερειακού Χάρτη και ΠΦΥ προκειμένου να επιτευχθεί ο τελικός έλεγχος και να δοθούν βελτιωτικές προτάσεις. Αν όμως επιπρόσθετα εφαρμοζόταν διαδικασίες πιστοποίησης και ενίσχυσης του κλινικού ελέγχου, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών; Επίσης με την ανάπτυξη συστήματος αξιολόγησης κατά την ιατρική πράξη με την υιοθέτηση κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών και πρωτοκόλλων θα επιτευχθεί αποτελεσματικότερα ο έλεγχος ποιότητας από το να γίνεται σε τελικό στάδιο μόνο, όπως προβλέπει τώρα ο νόμος.

Τελειώνοντας, σημαντική πιστεύω πως είναι η διατήρηση του ΕΟΠΥΥ και ως αγοραστή αλλά και ως παρόχου υπηρεσιών ΠΦΥ, με ενσωμάτωση των δομών ΠΦΥ του ΕΣΥ και του προϋπολογισμού τους. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει αποτελεσματικότερος ο έλεγχος των δαπανών, καθώς ο κύκλος γιατροί- εξετάσεις- φάρμακο θα βρίσκεται υπό την ίδια σκέπη ελέγχου. Επιπλέον, ενδυναμώνεται έτσι η διαπραγματευτική ικανότητα του ΕΟΠΥΥ λόγω της διττής φύσης του. Όπως είναι ευνόητο με την συγκέντρωση όλων των δομών γίνεται καλύτερος συντονισμός των δράσεων για την δημόσια υγεία και τέλος ακριβώς λόγω των ολοκληρωμένων και ποιοτικότερων άρα υπηρεσιών αποτρέπονται μονοπωλιακές συμπεριφορές από ιδιώτες προμηθευτές και παρόχους.

3. Συμπεράσματα

Οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας έχουν λόγο ύπαρξης μόνο όταν καλύπτουν τις ανάγκες υγείας κάθε κοινωνίας. Οι κοινωνίες όμως αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν οι ανάγκες υγείας και οι προσδοκίες του πληθυσμού για φροντίδα και περίθαλψη. Τα τελευταία χρόνια οι κρατικοί προϋπολογισμοί όλο και περισσότερο ελαττώνονται αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις διογκούμενες δαπάνες για την υγεία. Επίσης, είναι γνωστό από την οικονομική ιστορία πως οι διακυμάνσεις του οικονομικού περιβάλλοντος ασκούν σημαντική επίδραση, τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική ζωή των πολιτών. Στην Ελλάδα η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος και η μακρόχρονη καθίζηση της οικονομίας, η οποία έχει λάβει τη μορφή κρίσης, έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στους βασικούς τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι και ιδιαιτέρως στην υγεία των πολιτών και τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.

Στο πλαίσιο αυτό σκοπός οποιασδήποτε μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι όχι η αντιγραφή επιτυχημένων συνταγών του εξωτερικού, αλλά η προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα. Η ΠΦΥ οφείλει έτσι να προσαρμοστεί επιχειρησιακά στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται στην τρέχουσα υγειονομική και οικονομική συγκυρία και να ενδυναμωθεί μέσω παρεμβάσεων και εργαλείων χαμηλού κόστους, ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες αφ’ ενός των πολιτών για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας και αφ’ ετέρου του προϋπολογισμού υγείας εντός των ορίων που επιβάλλει η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας.[12] Τέλος, σημαντικός παράγοντας για μια επιτυχημένη νομοθετική μεταρρύθμιση είναι η εξασφάλιση της διαχρονικής σταθερότητας από την μεριά της πολιτείας ούτως ώστε να δοθεί το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για την κοινωνική συναίνεση όλων των φορέων, αλλά και των πολιτών. [13] Οφείλει επίσης να κινείται με κύριο γνώμονα την αποδοτικότητα σε σχέση πάντα με την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και να προτείνει ξεκάθαρους και πραγματοποιήσιμους στόχους. Δεν έχουμε λοιπόν παρά να ελπίζουμε πως η νέα αυτή νομοθετική παρέμβαση με κύριο άξονα την ΠΦΥ θα έχει να επιδείξει στο άμεσο μέλλον σημαντικά δείγματα βελτίωσης του μέχρι τώρα μουδιασμένου και ταλανισμένου τομέα της υγείας.

*Εργασία για το MSc Διοίκηση Μονάδων Υγείας. ΕΑΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση